Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδήλωτος -η -ο [aδílotos] Ε5 : που δεν τον έχουν δηλώσει ή που δεν έχει δηλωθεί στην αρμόδια υπηρεσία. ANT δηλωμένος: H εφορία προσπαθεί να συλλάβει τα αδήλωτα εισοδήματα. Aδήλωτα εμπορεύματα. Οι αδήλωτες ιερόδουλες διώκονται από την αστυνομία. || (ειδικότ.) πολίτης που δεν είναι γραμμένος στους καταλόγους ή στα μητρώα δήμου ή κοινότητας: Tο παιδί είναι ακόμη αδήλωτο.
[λόγ. α- 1 δηλω- (δες δηλώνω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδήλωτος1 [a∂ílotos] ο,
- person not declared and registered in the municipal rolls and army records:
- οι αδήλωτοι εκλήθησαν να υπηρετήσουν στο στρατό.
- person not declared and registered in the municipal rolls and army records:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδήλωτος2, -η, -ο [a∂ílotos]
- ① not declared to the authorities, undeclared:
- αδήλωτο εισόδημα undeclared income |
- αδήλωτο εμπόρευμα undeclared goods |
- πράγμα απαγορευμένο, αδήλωτο (Xenop) |
- και χάρισμα να του 'διναν το άγαλμα εκείνο το αδήλωτο, το λαθραίο, δεν θα το 'παιρνε (id.)
- ② unregistered:
- το εμπόριο της σαρκός ήταν ελεύθερο κ' ένα πλήθος σπίτια... εργαζόνταν αδήλωτα και ανενόχλητα (Xenop) |
- το θέμα της μικρής αδήλωτης εταίρας κλ (Terzakis) |
- ήτανε ~ και τον κάλεσαν να υπηρετήση
- ③ not made manifest, unrevealed:
- αυτό το αίσθημα της δυστυχίας... είναι... κάτι σχεδόν ανέκφραστο, αδήλωτο, αξήγητο (Palam) |
- σε μια αδήλωτη ώρα... άρχισε να υποχωρή το Iόνιο πέλαγο (TDoxas) |
- poem το υπέδαφος το ήπιεν όλο, με την αδήλωτη υπόσχεση | να διατηρήση τα γένη των ήχων (Decavalles)
[fr PatrG ἀδήλωτος, cpd w. AG δηλωτός]
- ① not declared to the authorities, undeclared: