Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδέσποτο [a∂éspoto] το,
- lack of ownership, freedom fr being owned:
- ο Θεός... δεν τον στέρησε (sc τον άνθρωπο) φυσικά το κάλλιστο και πολυτιμότατο |
- το ~ και αυτεξούσιο (Tatakis) |
- η ελευθερία του ανθρώπου και το ~ της αρετής είναι συνάλληλα (Theodorakop)
[substantiv. n of αδέσποτος]
- lack of ownership, freedom fr being owned:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδέσποτος -η -ο [aδéspotos] Ε5 : 1α.για κατοικίδιο κυρίως ζώο, που δεν έχει κύριο, που περιφέρεται ελεύθερο: Aδέσποτα σκυλιά. || (ως ουσ.) τα αδέσποτα: Ο μπόγιας κυνηγάει τα αδέσποτα. β. (νομ.) για πράγμα επάνω στο οποίο δεν έχει κανένας κυριότητα: Aδέσποτη κληρονομιά. || (προφ.) για αντικείμενο που δεν ξέρουμε σε ποιον ανήκει: Στην αυλή του σχολείου βρίσκεις αδέσποτες τσάντες, μπάλες κτλ. || Aδέσποτη σφαίρα, που ρίχνεται τυχαία, χωρίς να έχει συγκεκριμένο στόχο: Aρκετοί πολίτες σκοτώθηκαν από αδέσποτες σφαίρες, κατά τη διάρκεια των οδομαχιών. || (ως ουσ.) η αδέσποτη: Tον βρήκε μια αδέσποτη. 2. για πληροφορία που προέρχεται από άγνωστη ή ύποπτη πηγή: Mην πιστεύεις τις αδέσποτες φήμες που κυκλοφορούν.
αδέσποτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀδέσποτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδέσποτος, -η, -ο [a∂éspotos]
- ① without owner, not owned, of unknown ownership, masterless, unclaimed, stray (syn αγνώστου κατόχου):
- αδέσποτο πράγμα, πλοίο derelict object, ship |
- ~ τόπος |
- αδέσποτα δημόσια κτίρια |
- αδέσποτο κινητό (πράγμα) |
- τα αδέσποτα ακίνητα... ανήκουν στο δημόσιο (Christidis) |
- αδέσποτα εδάφη |
- κάμποι αδέσποτοι |
- hist (Turkokratia) χωριά αδέσποτα, αδέσποτες εκτάσεις (mahlul) (Vacalop) |
- ~ σκύλος stray dog |
- μουλάρια αδέσποτα |
- αδέσποτη σφαίρα stray bullet |
- σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα |
- έπεφταν αδέσποτα βλήματα γύρω από το σπίτι |
- αδέσποτη βόμβα stray bomb |
- αδέσποτη μαρτυρία bit of evidence of unknown origin |
- θυμήθηκε... και το... αδέσποτο μοτίβο που... δεν έπαυε να του δέρνη το μυαλό (Psichari) |
- στα χαρτιά του συγγραφέα βρίσκεται ένα αδέσποτο σημείωμα (Vlachogiannis) |
- η νέα γλώσσα μας δεν είναι μια γλώσσα πρωτόγονη, αδέσποτη και ακαταλόγιστη, όπου μπορεί ο καθένας να κάνη... ό,τι του σφυρίξη (Theotokas) |
- για τη ματεριαλιστική άποψη ο κόσμος είναι έδαφος αδέσποτο (Theodoridis) |
- η αρετή είναι κάτι αδέσποτο· καταπώς την τιμάει ή την περιφρονάει ο καθένας θα μεταλάβη απ' αυτή πιο πολύ ή πιο λίγο (Theodorakop) |
- poem σαν το γλαρόνι μέσα μου φτερούγιαζεν | αδέσποτη η ψυχή μου να πετάξη (Skipis) |
- μα όλες οι τότε μου χαρές ήταν αδέσποτα πουλιά (Lapathiotis) |
- οι φωνές οι αδέσποτες της ερημίας (Elytis) |
- η σελήνη, αδέσποτη κόμισσα, | ξέχασε το επιχρυσωμένο αραβούργημά της (NPappas)
- ② of unknown provenience, anonymous, unsubstantiated, unauthentic, unfounded, irresponsible (syn άγνωστος, αβάσιμος, ανεύθυνος):
- αδέσποτη είδηση bit of news of unknown origin |
- αδέσποτη φήμη unfounded rumor |
- ήταν μια φήμη αδέσποτη κι ακράτητη που την ακολούθησαν διαταγές ορμητικές (Theotokas) |
- είχε ανακοινωθή τότε από αδέσποτη, δηλαδή ανεύθυνη και κυβερνητική συνάμα, πηγή πως κλ (Christidis)
[fr K, AG ἀδέσποτος, cpd w. δεσπότης]
- ① without owner, not owned, of unknown ownership, masterless, unclaimed, stray (syn αγνώστου κατόχου):