Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδέσποτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αδέσποτα [a∂éspota] adv
  • in a stray or unfounded way:
    • κυκλοφόρησε ~... η φήμη πως είμαστε απέναντι σ' ένα σημείο, όπου συνδέονται οι Γερμανοί με τους Iταλούς (Theotokas) |
    • θα πετούσε κι αυτό (sc το λογικό μας) ~ από τη μια εικόνα στην άλλη (Theodorakop) |
    • είναι φυσικό... (τα βιώματα)... να μην κυκλοφορούν ~ κ' επικίνδυνα μέσα στον ορίζοντα της ψυχής τους (id.)

[der of αδέσποτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες