Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδέσμευτος -η -ο [aδézmeftos] Ε5 : 1α.που δεν είναι δεσμευμένος με κάποια συμφωνία ή υποχρέωση, που δεν υπόκειται σε περιορισμούς τους οποίους δημιουργεί οποιαδήποτε εξάρτηση: Λέω ελεύθερα τη γνώμη μου, γιατί είμαι ~ από κομματικούς μηχανισμούς. || για κπ. που δεν έχει κάποια μόνιμη ερωτική σχέση, που είναι ελεύθερος. β. που χαρακτηρίζει έναν αδέσμευτο άνθρωπο: Έχει αδέσμευτη γνώμη / σκέψη. H τέχνη πρέπει να είναι ιδεολογικά αδέσμευτη. 2. για κράτη που δεν ανήκουν σε συνασπισμούς και ειδικότερα, για τα κράτη που δεν ανήκαν ούτε στον ανατολικό ούτε στο δυτικό συνασπισμό: Οι αδέσμευτες χώρες. || (ως ουσ.) οι αδέσμευτοι: Διάσκεψη των αδεσμεύτων.
αδέσμευτα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1, ελεύθερα, ανεξάρτητα: Εκφράζεται / ενεργεί ~. [λόγ. < ελνστ. ἀδέσμευτος `χωρίς δεσμά΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδέσμευτος, -η, -ο [a∂ézmeftos]
- ① untied, unfettered, fetterless, unshackled, not bound, unrestricted, free (syn ανεμπόδιστος, ελεύθερος):
- ~ άνθρωπος |
- ~ από σχήματα |
- ~ από προλήψεις, συμφέροντα και φόβους, αντιδράσεις των δυνατών (Vacalop) |
- αδέσμευτη ανεξαρτησία unfettered independence |
- αδέσμευτη κρατική εξουσία |
- αδέσμευτη υποστήριξη support w. no strings attached |
- φαντασία αδέσμευτη και ελεύθερη |
- αδέσμευτη σκέψη |
- ελευθερία της αδέσμευτης φιλοσοφικής σκέψης |
- αδέσμευτη τέχνη |
- αδέσμευτη ατομική πρωτοβουλία |
- ~ επιστημονισμός |
- ο ορθός λόγος ~ από κάθε πίστη |
- δυνάμεις αδέσμευτες από ηθική υποχρέωση και κύρωση |
- έμπνευση αδέσμευτη από θεολογικούς περιορισμούς |
- αδέσμευτη άνθηση της ανθρώπινης προσωπικότητας |
- αδέσμευτες χώρες, αδέσμευτα κράτη, αδέσμευτη πολιτική free policy |
- gnom όταν η θέληση είναι αδέσμευτη, η ψυχή είναι δυνατή και ωραία (Vrettakos) |
- η λογική διαφέρει από τη ρητορική..., η μια είναι συγκρατημένη, ενώ η άλλη αδέσμευτη (id.) |
- (οι μωροί) νομίζουν ότι είναι ελεύθεροι, όταν δίνωνται αδέσμευτοι στα πάθη που τους εξευτελίζουν (Papanoutsos) |
- η αυθόρμητη τάση του κάθε ανθρώπινου πλάσματος... προς το αδέσμευτο λουλούδισμα της ατομικότητάς του μέσα στην πραγματικότητα της σάρκας και του πνεύματος (Theotokas) |
- η τέχνη είναι το πιο αδέσμευτο, αλλά και το πιο αιματηρό παιχνίδι (Chatzinis) |
- το ελεύθερο θέατρο..., αβοήθητο και συνεπώς αδέσμευτο, κινείται κατά τα γούστα και κατά το συμφέρον του (Palaiologos) |
- (την πολιτική μας πορεία) τη βλέπουμε με μάτι αδέσμευτο από κομματικές προσπελάσεις |
- δυνάμεις... του αφαιρούσαν (sc του ποιητή)... την ελευθερία, το αδέσμευτο φτερούγισμα της ψυχής προς τη χώρα του ονείρου (Dimaras) |
- (αφίνει) την έκφρασή του αδέσμευτη από οποιαδήποτε ωφελιμιστική σκέψη ή κρατική επέμβαση (Papatsonis) |
- poem σκοτάδι ανεμπόδιστο κι αδέσμευτο (Karelli) |
- δικά μου και τα ψάρια που αδέσμευτα το υγρό στοιχείο κατοικούνε (Pavleas)
- ⓐ without ties, unpledged, non-aligned (syn ανεξάρτητος, ουδέτερος):
- τ' αδέσμευτα έθνη
- ⓑ uninhibited, unhampered (syn ανεμπόδιστος):
- ~ από κανονισμούς unhampered by rules
- ② free fr obligations, under no obligation (to s.o.), uncommitted (syn όχι υποχρεωμένος, ελεύθερος):
- είναι ~ απέναντί μου is under no obligation to me |
- αδέσμευτη υποστήριξη support without strings attached |
- poem πια εδώ κάτου δεν τους κράταγε η Aνάγκη, μόνο κάποιος θείος Έρωτας ~ (Palam)
[fr MG αδέσμευτος, cpd w. *δεσμευτός: δεσμεύω]
- ① untied, unfettered, fetterless, unshackled, not bound, unrestricted, free (syn ανεμπόδιστος, ελεύθερος):