Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδέσμευτα [a∂ézmefta] adv
- unobstructedly, in an uninhibited or unhampered way, freely (syn ανεμπόδιστα, ελεύθερα):
- (η φιλολογία)... ανοίγει δική της περπατησιά ~ αλλά όχι άσχετα από τις ζητήσεις για το αληθινό κλ (Dimaras) |
- αποστολή του... είναι πάντα να εκφράζη ~ τον μέσα του κόσμο (Tsatsos) |
- γεννούν ~ ελπίδες στην ελληνική κυβέρνηση (Christidis) |
- οι σχολαστικές ενότητες χρόνου, τόπου και πλοκής δεν υπήρχαν κι ~ προχωρούσε η δράση (Papatsonis) |
- poem δεν υποκύπτεις πια σε εξωτερικούς ερεθισμούς | βλέπεις ~ όσα πρέπει να δης (MDimakis)
[der of αδέσμευτος]
- unobstructedly, in an uninhibited or unhampered way, freely (syn ανεμπόδιστα, ελεύθερα):