Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδέρφωμα το [aδérfoma] & αδέλφωμα το [aδélfoma] Ο49 : 1α.σύναψη στενών φιλικών σχέσεων που μοιάζουν με αδελφικές· συναδέλφωση: Tο ~ των λαών είναι το θεμέλιο της ειρήνης. β. συμφιλίωση, αποκατάσταση της αδελφικής σχέσης. 2. (σπάν.) αρμονική συνύπαρξη: Tο ~ του λόγου και της πράξης.
[αδερφώ(νω), αδελφώ(νω) -μα]