Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδέρφι το [aδérfi] & αδέλφι το [aδélfi] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : 1.αδελφός1α, χωρίς διάκριση φύλου: Είναι τρία αδέρφια, ένα αγόρι και δύο κορίτσια. Ο Γιάννης και ο Γιώργος / ο Γιάννης και η Mαρία είναι αδέλφια. Mοιάζουν σαν αδέρφια, πάρα πολύ. || (προφ. στο εν.): Tι κάνει τ΄ ~ σου; 2. αδελφός1β: Όλοι οι άνθρωποι / οι χριστιανοί / οι Έλληνες είμαστε αδέλφια. Πρέπει να βοηθήσουμε τ΄ αδέρφια μας, τους ξεριζωμένους Έλληνες που υποφέρουν. Εμπρός, αδέρφια, να δουλέψουμε όλοι μαζί για τον τόπο μας.
αδερφάκι το & αδελφάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α. [μσν. αδέρφι(ν) < αδέλφι(ν) (τροπή [lf > rf] κατά το αδελφός > αδερφός)· μσν. αδέλφι(ν) < ελνστ. ἀδέλφιον υποκορ. του αρχ. ἀδελφός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδέρφι [a∂érfi] το, (& αδέλφι)
- ① brother and pl brother(s) and sister(s), siblings:
- είναι τρία αδέρφια |
- γύρισε τ' ~ της από το εξωτερικό |
- prov δυο αδέλφια μάλωναν και δυο τρελοί εχαίρονταν quarrels among siblings are unimportant and don't last |
- τότε αυτούς τους καταφρόνεσε πολύ ο Kυβερνήτης και τ' αδέλφια του, ανθρώπους με μεγάλες θυσίες (Makryg) |
- τόν αγάπαε σαν ~ (Psichari) |
- σε σωζόμενα έγγραφα και τα αδέλφια και τα παιδιά των αρματολών δεν φέρονται εγγεγραμμένοι ως ραγιάδες (Vacalop) |
- ενθουσιάστηκε με τη σκέψη να δώση ένα δευτερότοκο αντάξιο αδέλφι του καημένου του Bίλλη (MDrosou) |
- folks. ήρθα να ιδώ τ' αδέρφια μου, | τ' αδέρφια τα δικά μου (DPetrop) |
- poem τες αγκάλες μου ν' ανοίξω | σαν ~ να σε σφίξω (Solom) |
- και πρώτος και σε χάιδεψα κ' έπαιξα, ~ σου, μαζί σου (Palam) |
- είναι δυο αδέρφια ο Θάνατος και ο Ύπνος (Zevgoli) |
- είναι ευτυχία η ζωή, αδέλφια, | με της Λευτεριάς τα νάματα (ThStylianou)
- ⓐ fellow Christian:
- περίμενε, ~!... αποκρίθηκε... ο καλόγερος (Prevelakis) |
- θε να 'χω βάλει μέσα μου φίδια φαρμακερά να δαγκάνουνε τ' αδέρφια μου τους ανθρώπους (Kontoglou)
- ⓑ human being, fellow man:
- κάτι άλλο ο φιλόσοφος,... ο καλλιτέχνης,... ο ποιητής, όσο κι αν συγγενεύουν, όσο κι αν αδέρφια είναι οι τρεις αυτοί απόστολοι της ιδέας (Palam)
- ② brotherlike friend, (close) friend, buddy (syn αδερφός 2, αδελφικός φίλος):
- folkt ~, φώναξεν η αλεπού, πρόφτασε, θα με φάνε! (Megas) |
- τα δικά μου αδέρφια είναι καμάρια του Mοριά (Melas) |
- τους λέτε "είμαστε φίλοι"· σας αποκρίνονται "όχι φίλοι, αδέλφια" (Theotokas)
- ③ region. placenta (syn ακόλουθο, ταίρι, ύστερο, L πλακούς)
- ④ one of a pair or set, one exactly the same as the other or another one:
- δος του και την πιστόλα, ~ της δικής μου (Vlachogiannis) |
- το φλυτζάνι ήταν δίδυμο αδέλφι ενός άλλου (PGlezos)
[fr MG αδέρφιν, αδέλφιν ← K ἀδέλφιον]
- ① brother and pl brother(s) and sister(s), siblings:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδερφικάτα [a∂erfikáta] adv
- as fits brotherly relationship, in brotherly friendship (syn αδελφικά):
- μοιάζανε ή τουλάχιστο ~ βαδίζανε ταπαγγέλματά μας, ζουγράφος του λόγου του, μυθιστοριογράφος εγώ (Psichari) |
- "καρdάch γκιdί", ~, έλεγε το χαρτί (Myriv) |
- μ' αγκάλιασε ~ και μου 'σκασε σκαστό φιλί στην κορφή μου (Skarimpas) |
- poem αλλά ο Διάολος εφάνηκε | στο πλευρό σου ~, | όταν έγραφες τη διάτα (Solom)
[der of αδερφικάτος]
- as fits brotherly relationship, in brotherly friendship (syn αδελφικά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδερφικάτος, -η, -ο [a∂erfikátos] (& αδελφικάτος)
- fitting brotherly relationship, brotherly (syn αδελφικός):
- poem κάνει με δαύτη η 'δεσιμότητά του, Xριστός ανέστη τόσο αδερφικάτο (Laskaratos)
[der of αδερφικός]
- fitting brotherly relationship, brotherly (syn αδελφικός):
[Λεξικό Κριαρά]
- αδέρφιν το,
- βλ. αδέλφιν.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδερφίτσα [a∂erfítsa] η, region. (Epirus, Maced.)
- ① little sister (syn αδερφούλα)
- ② endear beloved sister
[fr late MG αδελφίτσα 'little sister']