Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδέξιος
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Κριαρά]
αδέξιος, επίθ.· αδέξος.
  • 1) Aκατάλληλος, απρόσφορος, αναποτελεσματικός:
    • μικρά και αδέξια (ενν. όπλα) (Λουκάνη, Oμήρ. Iλ. IE´ [433]).
  • 2) Kακός, δυσάρεστος, δυσμενής (συχνά με το επίθ. κακός επιτ.):
    • η μοίρα μου η γιαδέξα (Πανώρ. Δ´ 17
    • να περνώ κακόν καιρό κι αδέξο (Bοσκοπ. 448
    • αδέξιον τόπον (Nεκρ. βασιλ. 16
    • αδέξες και κακές οι παιδωμές του (Πιστ. βοσκ. I 1, 177).
  • Tο ουδ. ως ουσ. = αναποδιά, κακό, συμφορά:
    • (Aσσίζ. 17913
    • αδέξιο που μας ήρτε (Eβρ. ελεγ. 166).

[μτγν. επίθ. αδέξιος. O τ. και σήμ. ποντ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδέξιος -α -ο [aδéksios] Ε6 : ANT επιδέξιος. 1. για κπ. που δεν έχει την ικανότητα με σωστά υπολογισμένες κινήσεις να κατασκευάσει ή να εκτελέσει σωστά κτ.: Είναι ~ όπως όλοι οι αρχάριοι τεχνίτες / οδηγοί. || Tα χέρια του είναι αδέξια. Είναι ένας μουσικός που το παίξιμό του / οι κινήσεις του είναι εντελώς αδέξιες. 2. για κπ. που αντιμετωπίζει λεπτές ή δύσκολες καταστάσεις με αμηχανία, χωρίς την απαιτούμενη άνεση και ευελιξία: Είναι ένας ~ συνομιλητής / διαπραγματευτής, που δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί τα πλεονεκτήματα που είχε. Είναι πολύ ~ μπροστά στις γυναίκες. || Ο χειρισμός της υπόθεσης από μέρους σου ήταν τουλάχιστον ~. αδέξια ΕΠIΡΡ: Γράφει / ζωγραφίζει / συμπεριφέρεται ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀδέξιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδέξιος1 [a∂éksios] ο,
  • awkward, clumsy person, bungler, fumbler, stumblebum (syn ατζαμής, σκιντζής, τσαπατσούλης) .
[Λεξικό Γεωργακά]
αδέξιος2, -α, -ο [a∂éksios]
  • ① unpractised, inexperienced, unskilled, unhandy (syn ανεπιτήδειος, άπειρος, άπραγος, ατζαμής, ant επιδέξιος, επιτήδειος):
    • ~ εργάτης, τεχνίτης or μάστορας bungler (syn ατζαμής) |
    • αδέξιο χέρι unskilled, prentice hand |
    • ~ στην τέχνη της κολακείας untutored in the art of flattery |
    • οι καλλιτέχνες... κλίνουν... προς τον ιδεαλισμό... ίσως και από απειρία, είναι αδέξιοι, όπως όλοι οι αρχάριοι (Palaiologos) |
    • (ένα είδος αναγλύφου λαϊκού) το ελάξευαν κυρίως απλοί μαρμαρογλύφοι με χέρια αδέξια, αλλά με αισθαντική ψυχή (SKarouzou)
  • ② clumsy, awkward, ungainly, fumbling, blundering, gawky (syn ανεπιτήδειος, ant επιδέξιος):
    • είμαι ~ bungler |
    • ~ άνθρωπος blunderer, bungler |
    • αδέξιο άτομο blundering individual |
    • αδέξιο επαρχιωτάκι a blundering provincial boy or young man |
    • ~ νέος hobbledehoy |
    • athl ~ πολεμιστής clumsy warrior |
    • ~ κολυμβητής, παίχτης clumsy diver, clumsy player |
    • ~ συνομιλητής, συζητητής, στιχουργός |
    • ~ ψεύτης bad liar |
    • αδέξιε μεθύστακα! clumsy drunkard! |
    • αδέξιες κινήσεις, αδέξια κινήματα |
    • αδέξιο βήμα |
    • αδέξια προσπάθεια bungling attempt |
    • ~ χειρισμός clumsy handling |
    • αδέξιο φλερτ clumsy flirt |
    • αδέξιο ψέμα |
    • αδέξια δικαιολογία clumsy apology |
    • ~ έπαινος clumsy praise |
    • αδέξια παράσταση wooden performance |
    • αδέξια ερώτηση, κριτική πολεμική, clumsy question, criticism, polemic |
    • αδέξιο γλωσσικό όργανο clumsy linguistic vehicle |
    • αδέξια ευφράδεια clumsy eloquence |
    • αδέξια μετάφραση clumsy translation |
    • αδέξια χρήση μιας λέξης |
    • τόσο άπραγος κι ~ και είχε ολοένα την ανάγκη της προστασίας της (Melas) |
    • είχε μια ντροπαλοσύνη, έδειχνε ~ να μιλήση (LAkritas) |
    • εκπροσωπούνται από αδέξιους και κακούς εκτελεστές των προσταγών τους (Palaiologos) |
    • ο Παλαμάς υπήρξε... ένας επιδέξιος πολλές φορές, μα και ~ σε άλλες, συνδυαστής (Chourmouzios) |
    • έργο κάπως αδέξιο ενός εντοπίου γλύπτη, παλαιικά σεβάσμιο (SKarouzou) |
    • τα παιχνίδια... μεταβάλλουν τα αδέξια και δυσκίνητα παιδιά σε επιδέξια και ευκίνητα (Tsiandas) |
    • poem εγώ τ' αδέξιο, τ' άβουλο παιδί, τ' ονειροπλάνο (Palam) |
    • με φυσιογνωμίες που βάρυναν και μας έκαμαν αδέξιους ξένους w. faces that became heavy and made us awkward strangers (Seferis) |
    • και ζωγραφιές ασκητικές αδέξιες (Skipis) |
    • ένα μπουρνούζι με ανοιχτά τα χέρια, | έργο μοντέρνας ή αδέξιας σμίλης (Zevgoli) |
    • στα χέρια σου δε χωράει μόνο τ' αδέξιο τραγούδι | μιας παιδικής φυσαρμόνικας (Patrikios)
  • ③ inapt, uncouth, maladroit, graceless (syn άχαρος, ατζαμής):
    • αδέξιο διάβημα maladroit proceeding (move, step) |
    • είναι ~ μπρος στις γυναίκες από δειλία |
    • άχαρος πάντα και ~, ανοστανάλατος (Palam) |
    • μήπως ήταν μόνο πολύ ~ στην προσφορά της καρδιάς του; (Kanellop)

[fr MG αδέξιος ← K]

[Λεξικό Κριαρά]
αδεξιοσύνη η.
  • Ατύχημα, αναποδιά:
    • (Aσσίζ. 18022).

[<επίθ. αδέξιος + κατάλ. σύνη. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδεξιοσύνη [a∂eksiosíni] η, (L) (& region. αδεξοσύνη)
  • awkwardness, clumsiness (syn in αδεξιότητα 2):
    • προσάγεται, διαβαίνει ανάμεσα η κατηγορουμένη, προχωρεί με την αδεξοσύνη και με τον κλονισμό (Palam) |
    • αυτός όμως βασανιζόταν ολοένα από την ταραχή και την αδεξοσύνη του παρείσαχτου (Myriv) |
    • γίνεται γελοίος..., καθώς από ~ πέφτει σε πηγάδια και σκοντάφτει σε κάθε άλλη δυσκολία (Theodorakop)

[fr late MG αδεξιοσύνη 'mishap, adversity', der of αδέξιος; the -kso- for -ksio- is region. phenomenon]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες