Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδέξια
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αδέξια [a∂éksia] adv
  • ① in an inexperienced manner, unskilfully (syn ανεπιτήδεια, ατζαμίστικα, χωρίς πείρα, ant επιδέξια)
  • ② clumsily, awkwardly, fumblingly, lumpishly, bunglingly, gawkily (syn άτεχνα, τσαπατσούλικα):
    • λέω κτ ~ tell sth clumsily |
    • κινείται, βαδίζει ~ |
    • κάνω κτ ~ do sth awkwardly, clumsily, bungle |
    • χειρίζομαι κτ (ένα ζήτημα, ένα θέμα) ~ fumble w. sth (a question, a subject) |
    • πιάνω τη μπάλα ~ fumble the ball |
    • φέρομαι ~ fumble |
    • είπε το ψέμα πολύ ~ |
    • (ο νέος μύθος) μάχεται, ~ ακόμα κι ανοργάνωτα, να κυβερνήση τις ψυχές μας (Kazantz) |
    • τον έπαιζε... ~ (το ρόλο του) κ' η επιτήδευση προδινότανε σε κάθε του κίνηση, κάθε του φράση (Theotokas) |
    • προς αυτή την κατεύθυνση οι Στωϊκοί προχωρούν τολμηρότερα (και αδεξιότερα) από τον Πλάτωνα (Papanoutsos) |
    • δεν είναι παρά μια πολύ ~ καμουφλαρισμένη μοναρχία (Christidis) |
    • poem αν και της τύχης ο τροχός κακά και ~ γείρη (Markoras) |
    • να γράφουμε ~ και με προσπάθεια στο χαρτί | πλεούμενα, γοργόνες ή κοχύλια drawing on paper, awkwardly and w. effort ships, mermaids or seashells (Seferis)
  • ③ uncouthly, inaptly, maladroitly, gracelessly (syn άχαρα):
    • συγγνώμη, είναι ασυγύριστα, ψιθύρισε... χαμογελώντας ~ (Terzakis) |
    • κτ κύριοι που δεν ήταν φιλόλογοι θ' άρχιζαν ασφαλώς ~ να τη φλερτάρουν (Charitaki) |
    • της άρπαξε το χέρι... έτσι ~, τραχιά (Sevastakis) |
    • poem χάθηκε σκοπεύοντας ~ | μέσ' από δυο πύρινα μάτια ένα λυγμό (Decavalles)

[der of αδέξιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες