Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδένωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδένωμα το [aδénoma] Ο49 : (ιατρ.) καλοήθης όγκος του επιθηλιακού ιστού.

[λόγ. < γαλλ. adénome < αρχ. ἀδεν- (δες αδένας) + -ome = -ωμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες