Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδένας ο [aδénas] Ο2 : 1α.(ανατ.) καθένα από τα μικρά σφαιροειδή, από επιθηλιακό ιστό όργανα, ανάμεσα στις φλέβες και στις αρτηρίες των ανθρώπων και των ζώων, που εκκρίνουν ουσίες απαραίτητες για τη λειτουργία του οργανισμού: Ενδοκρινείς / εξωκρινείς αδένες. Σιελογόνοι / ιδρωτοποιοί / δακρυϊκοί / γεννητικοί αδένες. Θυρεοειδής ~. β. (λαϊκότρ., πληθ.) αδενοπάθεια: Tο παιδί έχει αδένες. 2. (βοτ.) καθένα από τα κύτταρα που βρίσκονται στην επιφάνεια ή στο εσωτερικό του φυτικού σώματος και που εκκρίνουν ουσίες χρήσιμες για το φυτικό οργανισμό.
αδενίσκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α. [λόγ. < αρχ. ἀδήν, αιτ. -ένα· λόγ. αδεν- (δες αδένας) -ίσκος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδένας [a∂énas] ο, (& L αδήν)
- ① gland (syn D γλυκάδι, βαλανήθρα, γαργαλήθρα, ελιά):
- βλεννογόνος ~ |
- δακρυϊκός ~ lachrymal gland |
- λεμφικός ~ lymph gland |
- σιελογόνος ~ salivary gland |
- μαστικός ~ (Louros) |
- αδένες αναπαραγωγής reproductive (genital) glands |
- κατάχρηση οινοπνευματωδών παραλύει τα νεύρα που καταλήγουν στους αδένας και στους μυς του πέους (Katsigra) |
- ειδικά βιοκαταλυτικά όργανα πλούσια σε αγγεία, που ονομάζονται αδένες εσωτερικής εκκρίσεως (υπόφυση, γεννητικοί αδένες κλ) (Louros)
- ⓐ pl αδένες οι, swollen glands, adenopathy (syn αδενίτιδα, αδενοπάθεια):
- έχει αδένες το παιδί
- ② miner αδένες οι, druses (crystal cavity)
[fr AG ἀδήν]
- ① gland (syn D γλυκάδι, βαλανήθρα, γαργαλήθρα, ελιά):