Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδέλφωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδέλφωση η [aδélfosi] Ο33 : συναδέλφωση· αδέρφωμα.

[λόγ. αδελφω- (δες αδελφώνω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδέλφωση [a∂élfosi] η, (L)
  • ① fraternization (syn σύναψη στενής φιλίας, αδέλφωμα, συμφιλίωση, φίλιωμα):
    • ψυχική ~ |
    • αναχαιτίζεται η ~ των λαών (Tsatsos) |
    • να πιουν από το ίδιο ποτήρι... εσυμβόλιζε φιλική κοινωνία και ~ (DLoucatos)
  • ② fig bringing into harmony, harmonizing:
    • στην Aλεξάνδρεια... επέπρωτο... να συντελεσθή η ~ του νεαρού τότε χριστιανισμού με τον αιωνόβιο ελληνισμό (Theodorakop) |
    • ενέργεια σημαίνει εδώ την πραγματοποίηση της μορφής, την αδέλφωσή της με μια συγκεκριμένη ύλη (id.) |
    • η ~ του φυσικού και του ηθικού μέσα στο ωραίο της τέχνης ήταν μια φιλοσοφική ιδέα πολύ γόνιμη (Papanoutsos)

[fr αδέλφωσις, der of αδελφώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες