Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδέλφιν το· αδέλφι· αδέρφι· αδέρφιν· πληθ. αδελφία· αδερφία.
-
- 1) Aδελφός ή αδελφή:
- (Xρον. Mορ. H 2730), (Διακρούσ. 8121).
- 2) Φίλος στενός, σύντροφος:
- (Eρωτόκρ. A´ 210)·
- (σε προσφών.):
- Aδέρφι, γεια σου (Eρωτόκρ. E´ 911).
[μτγν. ουσ. αδέλφιον. Oι τ. ‑λφι και ‑ρφι και σήμ. H λ. μτγν. (L‑S Suppl., λ. ‑ιον) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Aδελφός ή αδελφή: