Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδέκαστος -η -ο [aδékastos] Ε5 : α.για άνθρωπο με ακέραιο χαρακτήρα που δε δωροδοκείται για να μεροληπτήσει υπέρ ή εις βάρος κάποιου: Ο δικαστής / ο δημόσιος λειτουργός πρέπει να είναι ~. || Ο Θεός είναι ~ κριτής, κρίνει σύμφωνα με τα έργα του καθενός. β. για κτ. που χαρακτηρίζει έναν αδέκαστο άνθρωπο, που είναι αμερόληπτο: H κρίση του είναι αδέκαστη. Έχει αδέκαστο χαρακτήρα. || (ως ουσ.) το αδέκαστο, η ιδιότητα του αδέκαστου: Tο αδέκαστο του χαρακτήρα του.
αδέκαστα ΕΠIΡΡ: Tο δικαστήριο αποφάσισε ~. [λόγ. < αρχ. ἀδέκαστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδέκαστος, -η, -ο [a∂ékastos]
- ① unbribed or unbribable, incorruptible (syn αδωροδόκητος, αδιάφθορος, ακέραιος, τίμιος, ant αγορασμένος, πουλημένος):
- ~ υπάλληλος, υπουργός κλ
- ② unbiased, unprejudiced, impartial, upright, equitable (syn ακέραιος, αμερόληπτος, απροσωπόληπτος, ant μεροληπτικός):
- ~ χαρακτήρας, ~ δικαστής upright judge, judge of integrity |
- ~ κριτής, αδέκαστη κριτική |
- αδέκαστη και αντικειμενική κρίση |
- η αδέκαστη ιστορία κρίνει τις πράξεις των πρωταγωνιστών |
- αδέκαστα κριτήρια |
- ~ να είσαι και να μη χαρίζης κάστανα |
- και ο ~ αντεισαγγελέας... κι ο υποψήφιος σύζυγος... παραδοθήκανε σε μια... ονειροπόληση (Palam) |
- (η φιλοσοφία ως ανάλυση της πνευματικής γενικά δραστηριότητας) είναι στο έργο της... ο πιο άγρυπνος και ~ φρουρός της αλήθειας (Tatakis) |
- η λέξη "Έλληνας" ας εξακολουθήση να σημαίνη εκείνον που κρατάη τη σκέψη του άφοβη κι αδέκαστη (Roufos) |
- ο νους του πήγε στην υστεροφημία, στην αδέκαστη κρίση του χρόνου (Theotokas) |
- τα πορίσματά του είναι αδέκαστα, κοφτερά σαν χειρουργικά εργαλεία (id.) |
- η στάση του (sc του Kαζαντζάκη) απέναντι στους ομοτέχνους του ήταν αδέκαστη (Prevelakis) |
- πώς... να προχωρήσης σε μιαν αδέκαστη αποτίμηση των αξιών της εποχής; (Panagiotop) |
- να κοιτάξουν τούτη τη θαυμαστή κοσμογονία... με ένα πνεύμα καθαρό, ήσυχο και αδέκαστο (Tsatsos) |
- poem κ' η Kλωθώ αφού για με στην αδέκαστην | ηλακάτη το νήμα έχει γνέσει, | να γνωρίσω κλ (Skipis)
[fr K, AG ἀδέκαστος, cpd w. δεκάζω 'bribe, corrupt']
- ① unbribed or unbribable, incorruptible (syn αδωροδόκητος, αδιάφθορος, ακέραιος, τίμιος, ant αγορασμένος, πουλημένος):