Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδάπανος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδάπανος -η -ο [aδápanos] Ε5 : για κτ. που γίνεται χωρίς δαπάνη, χωρίς υλικό ή άλλο κόστος: Mε τη συνεχή παρουσία του στα μέσα ενημέρωσης πετυχαίνει μια αδάπανη διαφήμιση της εταιρείας του. αδάπανα & (λόγ.) αδαπάνως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀδάπανος· λόγ. < αρχ. ἀδαπάνως]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδάπανος, -η, -ο [a∂ápanos]
  • not requiring expense, inexpensive, free (syn ανέξοδος, που γίνεται δωρεάν):
    • αδάπανη διαφήμιση, αδάπανη χαρά |
    • αδάπανο είδος |
    • αδάπανη ανατύπωση κειμένων |
    • η παρωδία είναι το πιο αδάπανο πράμα του κόσμου (Panagiotop)
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες