Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδάμας ο [aδámas] & αδάμαντας ο [aδámandas] Ο5α : (λόγ.) διαμάντι.
[λόγ. < ελνστ. ἀδάμας & αιτ. -αντα, αρχ. σημ.: `το πιο σκληρό μέταλλο, ατσάλι΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αδάμας ο· γεν. εν. αδαμάντου· αιτιατ. πληθ. αδάμαντους.
-
- Διαμάντι:
- (Hagia Sophia ω 5288)·
- συν. στην έκφρ. αδάμας λίθος:
- (Bίος Aλ. 1983)·
- πόρταν … εξ αδαμάντου λίθου (Bέλθ. 256)·
- (μεταφ.):
- προς γαρ την κολακείαν της λίθος αδάμας ήμην (Λίβ. Sc. 2146).
[αρχ. ουσ. αδάμας]
- Διαμάντι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδάμας [a∂ámas] ο,, (L) (& αδάμαντας)
- ① mineral diamond (syn διαμάντι, διαμαντόπετρα):
- κατεργασμένος ~ cut diamond
- ② fig having integrity, upstanding, diamond (syn in αδαμάντινος 3):
- ο υπάλληλος αυτός είναι ~ στο χαρακτήρα
[fr MG αδάμας, also nomin AG ἀδάμαντος, this fr AG ἀδάμας]
- ① mineral diamond (syn διαμάντι, διαμαντόπετρα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδάμαστα [a∂ámasta] adv
- in an indomitable way, untamably, unbrokenly
[der of αδάμαστος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδάμαστος -η -ο [aδámastos] Ε5 : 1.για ζώο που δε δαμάστηκε ή που δε δαμάζεται εύκολα: Aδάμαστο άλογο. 2. (μτφ.) α. για άνθρωπο πολύ γενναίο που καμιά ανθρώπινη ή φυσική δύναμη δεν μπορεί να τον καταβάλει, να τον νικήσει· ακατάβλητος 1: Ο ~ λαός μας άντεξε σε πολέμους και σε κακουχίες. β. για κτ. που είναι δυνατό και ακλόνητο: Ο ~ πόθος για την ελευθερία. Έχει αδάμαστη θέληση.
αδάμαστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀδάμαστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδάμαστος, -η, -ο [a∂ámastos]
- ① not to be tamed, untamed:
- αδάμαστο ζώο, θηρίο (syn άγριο, ανήμερο, ατίθασο) |
- (τ' άλογο) έγινε αγρίμι αδάμαστο (Papatsonis) |
- poem και σαν τ' αδάμαστο άλογο που σπάει το χαλινάρι | και ρίχνει το καμάρι του, το ρήγα καβαλάρη (Palam) |
- ... οι Aμαζόνες τρέχουν | αδάμαστες με τ' άλογα τ' αδάμαστα κλ (id.) |
- τίναξε γη μου μητρική το κορμί σου, σαν αφρισμένο αδάμαστο άτι (Pyliotis) |
- αφουκραζόνταν τη φλογέρα του τσοπάνου | οπού της έφερνε το αδάμαστο ταυρί (Sikel)
- ② not to be subdued or to be overcome, indomitable (syn ανυπότακτος, ακατάβλητος, ακατανίκητος, γενναίος):
- ~ λαός |
- πολυβασανισμένη, αλλά αδάμαστη ράτσα |
- δυνάμεις αδάμαστες από τον άνθρωπο |
- αδάμαστη αγωνιστικότητα |
- αδάμαστη πολεμική ορμή |
- η αντίσταση των κατοίκων... ήταν αδάμαστη (Vacalop) |
- η ανθρωπιά τους, η ανάμεικτη... με κάτι... το αδάμαστο (Karantonis) |
- poem στα ίδια τα όρη εγεννηθήκαν | και τα αδάμαστα παιδιά (Solom) |
- βαθιά στην άβυσσο κειπέρα | τ' αδάμαστο και φουσκωτό κύμα τον καταπαίρνει (Markoras) |
- κι ανάκατα περίπλεξα μέσ' τους πυκνούς μου γύρους | τους ήρωες τους αδάμαστους με τους τρελοσατύρους (Palam)
- ⓐ strong, courageous (syn δυνατός, ισχυρός, θαρραλέος):
- ~ χαρακτήρας strong, indomitable type |
- αδάμαστοι εξερευνητές |
- αδάμαστη θέληση indomitable will (syn ακλόνητη, άκαμπτη θέληση) |
- μονάχα με αδάμαστη πειθάρχηση στο γράψιμό μας μπορεί τώρα... να κολοβώσουμε κάπως το χαμένο καιρό (sc στην καθυστέρηση της προόδου της γραφτής γλώσσας) (ZLorentz)
- ⓑ very strong:
- αδάμαστο θάρρος, αδάμαστο πνεύμα |
- πάθη αδάμαστα ungovernable passions |
- αδάμαστο ερωτικό ενδιαφέρον |
- φρόνημα αδάμαστο από φόβους |
- ποτέ δεν αγάπησαν ο ένας τον άλλονα με τη δύναμη εκείνη, που ο ~ πόθος μάς ριζώνει στα σπλάχνα (Psichari) |
- για τον άνθρωπο των αδάμαστων ζωικών ορμών... το ωραίο του αισθητικού είναι μια πολυτέλεια ανώφελη (Papanoutsos) |
- η ποίηση είναι τα νιάτα, είναι ο έρωτας ο παντοτινός, ο ~ (Panagiotop) |
- παραδομένοι σ' ένα αδάμαστο ρίγος ερωτικού πυρετού (Myriv) |
- το αδάμαστο πνεύμα, η φοβερή ορμή της άμιλλας... χαρακτηρίζει πέρα για πέρα το εκπληκτικό φαινόμενο της αμερικανικής δημιουργικότητας (Karantonis) |
- poem να το το πνέμα αδάμαστο, μεσουρανής φτασμένο (Sikel)
- ③ high-spirited, intense:
- αδάμαστη ψυχή |
- ~ δημιουργικός πυρετός |
- τον έκαμε ποιητή... η αδάμαστη φαντασία του και η μανία του να γράφη απ' όλα (Kanellop) |
- poem τρανοί παρόμοια οι στοχασμοί κι αδάμαστοι και λίγοι | εκεί του ανθρώπου η βούληση π' απιστομάει να φύγη (Sikel) |
- αδάμαστη φιλοδοξία, ποια ζωή μαρτυρείς; (Karelli)
[fr K ἀδάμαστος ← AG]
- ① not to be tamed, untamed: