Παράλληλη αναζήτηση
31 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Aδάμ ο [aδám] Ο (άκλ.) : ονομασία του πρώτου ανθρώπου στη Π. Διαθήκη: Tο μήλο* του ~. ΦΡ η εξορία* του ~.
[λόγ. < ελνστ. Ἀδάμ < εβρ. Ādhām]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδάμ [a∂ám] ο,,
- Adam, name of the first man of the Bible:
- ο ~ και η Eύα |
- idiom phr από τον καιρό του ~ fr time immemorial (syn από τον καιρό του Nώε) |
- το μήλο του ~ Adam's apple
- Adam, name of the first man of the Bible:
[Λεξικό Κριαρά]
- αδαμαντένιος, επίθ.
-
- Διαμαντένιος:
- λίθους αδαμαντένιους (Pοδολ. Γ´ 90 (έκδ. Bεν. ‑ένους)).
[<ουσ. αδάμας + κατάλ. ‑ένιος]
- Διαμαντένιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδαμαντίνη η [aδamandíni] Ο30 : (ανατ.) σκληρή, λευκή και στιλπνή ουσία που αποτελεί το εξωτερικό τμήμα του δοντιού στην περιοχή της μύλης, και το προστατεύει· σμάλτο2· (πρβ. οδοντίνη).
[λόγ. < αγγλ. adaman tine < λατ. adamant(inus) < αρχ. ἀδαμάντ(ινος) -ine = -ίνη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδαμαντίνη [a∂amandíni] η,,
- enamel (syn σμάλτο):
- όργανο (πρίσμα, σχισμή) της αδαμαντίνης dentistry enamel organ (prism, fissure).
- enamel (syn σμάλτο):
[Λεξικό Κριαρά]
- αδαμάντινος, επίθ.
-
- Σκληρός σαν «αδάμας», σαν χάλυβας·
- εκφρ.
- (1) λιθάρι αδαμάντινον = διαμάντι:
- (Διήγ. Aλ. V 63)·
- (2) λίθος αδαμάντινος = διαμάντι:
- (Φυσιολ. 36215).
- (1) λιθάρι αδαμάντινον = διαμάντι:
- εκφρ.
[αρχ. επίθ. αδαμάντινος. H λ. και σήμ.]
- Σκληρός σαν «αδάμας», σαν χάλυβας·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδαμάντινος -η -ο [aδamándinos] Ε5 : 1.(λόγ.) διαμαντένιος: Aδαμάντινο περιδέραιο. 2. (μτφ.) για να χαρακτηρίσουμε κτ. που έχει την καθαρότητα και την αντοχή του διαμαντιού, συνήθ. στην έκφραση ~ χαρακτήρας, ηθικά άμεμπτος. (έκφρ.) αδαμάντινοι γάμοι*.
[λόγ. < αρχ. ἀδαμάντινος `σκληρός σαν ατσάλι΄ σημδ. αγγλ. adamantine (στη νέα σημ.) < λατ. adamantinus < αρχ. ἀδαμάντινος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδαμάντινος, -η, -ο [a∂amándinos] (L)
- ① made of diamond, adamantine, adorned w. diamonds (syn διαμαντένιος):
- αδαμάντινο περιδέραιο diamond necklace |
- poem η ελευθερία του βλέμματος εύκολα παρομοιάζει | με σπάνιους αδαμάντινους συνδυασμούς ή άνθη πολύχρωμα (Papaditsas)
- ② very hard, indomitable, adamant (syn αδάμαστος, σκληρός):
- η εύθραυστη φύση τού... ποιητή, εκφρασμένη με μια τέχνη αδαμάντινης σκληρότητας (Chatzinis)
- ③ sparkling, lustrous, excellent, splendid (like diamond) (syn λαμπρός, εξαίρετος):
- ~ χαρακτήρας candid and unbribable character, integrity personified, and such a person (syn αδέκαστος, ακέραιος, άμεμπτος) |
- δουλειά του αληθινού ποιητή είναι να ξεχωρίση... τα ελάχιστα εκείνα (sc πράγματα) που εκπέμπουν μιαν αδαμάντινη λάμψη (Chatzinis) |
- τις ιδέες που πιστεύει... του ζητούμε να υποστηρίξη, αναλογιζόμενος δύο αδαμάντινες αλήθειες (Papanoutsos) |
- μέσα σ' αυτές τις γραμμές... διατυπώνεται ένα αδαμάντινο αξίωμα της αγωγής (id.)
- ④ relating to, or marking, the 60th anniversary:
- αδαμάντινοι γάμοι the 60th wedding or diamond anniversary |
- αδαμάντινο ιωβηλαίο diamond jubilee
[fr MG αδαμάντινος ← AG]
- ① made of diamond, adamantine, adorned w. diamonds (syn διαμαντένιος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδαμαντοκόλλητος -η -ο [aδamandokólitos] Ε5 : που είναι διακοσμημένος με διαμάντια: ~ σταυρός. Aδαμαντοκόλλητο στέμμα / σκήπτρο.
[λόγ. αδαμαντ- (δες αδάμας) -ο- + κολλη- (κολλώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδαμαντοκόλλητος, -η, -ο [a∂amandokólitos]
- adorned, studded w. diamonds (syn αδαμαντόδετος, αδαμαντοποίκιλτος, αδαμαντοστόλιστος):
- αδαμαντοκόλλητα κοσμήματα |
- αδαμαντοκόλλητη ταμπακέρα |
- ένα αδαμαντοκόλλητο δακτυλίδι, ρολόι |
- κουκλίτσες φτιασιδωμένες και... αδαμαντοκόλλητες, επίσης τζένλεμεν σιδερωμένοι (Melas) |
- είναι ν' απορή κανείς... πώς δεν περιφέρονται στην πλούσια αγορά του Λονδίνου και κρεβάτια αδαμαντοκόλλητα (id.) |
- μια περαστική βροχή... με τις φωτεινές σταλαγματιές της έκανε τα φύλλα... ν' αστραποβολάνε σαν αδαμαντοκόλλητα (Fteris)
[cpd of αδάμας & κολλητός; cf λιθοκόλλητος, ελεφαντοκόλλητος]
- adorned, studded w. diamonds (syn αδαμαντόδετος, αδαμαντοποίκιλτος, αδαμαντοστόλιστος):