Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδάκρυτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδάκρυτος -η -ο [aδákritos] Ε5 : (ιδ. για πρόσ.) 1. που δεν έχει δακρύσει. ANT δακρυσμένος: Kανείς δεν έμεινε ~ σ΄ αυτή την κηδεία. || Aδάκρυτα μάτια. 2. (σπάν., λογοτ.) άκλαυτος.

[αρχ. ἀδάκρυτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδάκρυτος, -η, -ο [a∂ákritos]
  • ① not shedding tears, tearless (near-syn άκλαυτος):
    • αδάκρυτο μάτι dry eye |
    • άκουσε το θάνατο του παιδιού του με αδάκρυτα μάτια |
    • ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτή την άφωνη κι αδάκρυτη εγκαρτέρηση της μητέρας μου (Xenop) |
    • το παραμύθι του Aδάκρυτου και της Aγέλαστης, σύμβολα των δυνατών, των σκληρών, των αφεντανθρώπων (Melas) |
    • κόβεις τις γέφυρες με τον κόσμο, διαλέγεις την αδάκρυτη μοναξιά (Terzakis) |
    • poem φωνάζει τότες με αδάκρυτο πόνο (Markoras) |
    • αδάκρυτα τα βλέμματά σας στρέψετε, και λεύτερη την ακοή σας δώστε (Skipis) |
    • νήστης, γυμνός, ~ | περιφερόμουν στα όρη (Ritsos) |
    • ...στη χλόη σ' αποζητούσε | με αδάκρυτη ματιά (Zevgoli) |
    • θάλασσα απροσκύνητη κι αγέλαστη κι αδάκρυτη θάλασσα (Chatzianagnostou)
  • ② without grief or distress (syn άλυπος):
    • αδάκρυτη ζωή

[fr AG ἀδάκρυτος, cpd w. δακρυτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες