Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδάκρυτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αδάκρυτα [a∂ákrita] adv
  • without shedding tears, tearlessly:
    • άκουσε το θάνατο του πατέρα του ~

[der of αδάκρυτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες