Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγώνισμα το [aγónizma] Ο49 : 1.άθλημα που γίνεται σε αθλητικούς αγώνες με στόχο το συναγωνισμό των αθλητών για τη νίκη: Tο ~ της πάλης / της σφαιροβολίας / της δισκοβολίας. Aγωνίσματα δρόμου / ρίψεων / κολύμβησης. Aγωνίσματα στίβου. Συμμετοχή σε ορισμένο ~. Πρώτος / δεύτερος / τρίτος νικητής στο ~ του μαραθώνιου δρόμου. 2. (μτφ., λογοτ.) έντονη ή επίμονη προσπάθεια για κτ.: Ένα πνευματικό / ηθικό ~.
[λόγ. < αρχ. ἀγώνισμα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγώνισμα [aγónizma] το,,
- ① athl etc, competition, contest, event (syn αγώνας 2b):
- ~ άλματος jumping event |
- ~ δρόμου race |
- ~ πάλης wrestling match |
- αγωνίσματα μπάλας ήταν ιδιαίτερα προσφιλή στη Σπάρτη (Tsiandas) |
- poem για τ' άλλα Aυτόν παρακαλώ να με φυλάη, | για να πετύχω στου σπαθιού το ~ (Melachrinos)
- ② competition, task, cause, feat:
- το ~ του υψηλού πεζού λόγου |
- το ~ της διαλεκτικής |
- ~ φιλοσοφίας or φιλοσοφικό ~ |
- αγωνίσματα ιδεών |
- ~ ψευδολογίας |
- η φιλοσοφία είναι ~ (Georgoulis) |
- ο αγώνας του ατόμου για την κατάκτηση της προσωπικότητας... της πνευματικής... είναι γέρας τραγικού αγωνίσματος (Melas) |
- ο θάνατος που οδηγεί στη θέαση της ιδέας... είναι το ~όλης της ζωής (Theodorakop) |
- (οι πλατωνικοί διάλογοι) είναι τα αιώνια δραματικά αγωνίσματα του πνεύματος (id.) |
- ο σημερινός ελληνισμός... έχει να τελειώση μεγάλο ~ |
- να πλάση με τη ζύμη και την ψυχή της λαϊκής γλώσσας όλο το υλικό της γλωσσικής ιστορίας (id.) |
- (ο ηγεμόνας) είναι ταγμένος να βγη νικητής στο ~ της ιστορίας (Kanellop) |
- η θρησκεία... στάθηκε στο βάθος το κύριο ~ και η μεγάλη δόξα των ελλήνων Πατέρων (Tatakis) |
- η μηχανική... πρόοδος είναι ένα χαμένο ~, μια παραίσθηση ευτυχίας (Panagiotop) |
- poem μακάρι να βρεθή θεριό κι αντάξιο | του ταξιδιού μου ~ να κάμω (Stavrou Ar)
[fr K (also PatrG) ἀγώνισμα ← AG].]
- ① athl etc, competition, contest, event (syn αγώνας 2b):