Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγών
42 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
αγών ο.
  • Kόπος, μόχθος:
    • ο Mεχεμέτ … μη φέρων της οδού τον αγώνα (Δούκ. 16521).

[αρχ. ουσ. αγών. Τ. αγώνας σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγώνας ο [aγónas] Ο2 : 1.κάθε έντονη ή επίπονη προσπάθεια που κάνει κάποιος, κυρίως για να πραγματοποιήσει ένα σκοπό δύσκολο ή αξιόλογο: Έκανε αγώνα για να μεγαλώσει τα παιδιά της. ~ για πρόοδο / επιβίωση / επικράτηση. Ο ~ της ζωής. || (ιδ. για ομαδικές προσπάθειες): Συνδικαλιστικοί / κοινωνικοί / ταξικοί / πολιτικοί / ιδεολογικοί αγώνες. Aγώνες για ισότητα / ειρήνη / κοινωνική πρόοδο. Όλοι στον αγώνα! Ο ~ τώρα δικαιώνεται! 2. προσπάθεια που κάνει κάποιος για να αντιμετωπίσει ή να νικήσει κπ.: Δικαστικός / προεκλογικός / αντικαρκινικός / αθλητικός ~. α. ένοπλος αγώνας· (πρβ. μάχη, πόλεμος): Aιματηρός ~. Οι αγώνες του ελληνικού έθνους για την ελευθερία. Ο ~ του 1821, ο πόλεμος για την ανεξαρτησία της Ελλάδας. β. το αγώνισμα ή άλλος αθλητικός αγώνας και ιδίως η πραγματοποίησή του: ~ δρόμου* / πάλης / ξιφασκίας / κολύμβησης / σκακιού / μπάσκετ / ποδοσφαίρου· (πρβ. ματς). Iσόπαλος ~. Ο προκριματικός / τελικός ~. Ο διαιτητής ενός αγώνα. || (πληθ. ιδ. για αθλητικούς αγώνες): Οι ολυμπιακοί / πανευρωπαϊκοί / βαλκανικοί αγώνες. 3. διαγωνισμός, συναγωνισμός: Δραματικοί / ποιητικοί / σκηνικοί αγώνες.

[1: αρχ. ἀγών, αιτ. -ῶνα· 2, 3: λόγ. < αρχ. ἀγών]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγώνας [aγónas] ο,, (& L αγών)
  • ① fight, struggle, fray, war:
    • ~ περί υπάρξεως fight for one's existence |
    • εθνικοί αγώνες national wars |
    • ο ~ για την ελληνική ανεξαρτησία Greek war of independence |
    • milit ~ πυρός firefight |
    • αγών εκ του συστάδην close combat |
    • ο ~ για όλα (L ο υπέρ των όλων αγών) fight in which everything is at stake |
    • ~ τεθωρακισμένων armored combat |
    • ~ μεταξύ αεροσκαφών dog fight |
    • έτοιμοι να αποδυθούν σε αγώνα αλληλοεξοντώσεως ready to start a war of mutual destruction |
    • οι αγώνες του προς τους Φράγκους (Vacalop) |
    • (η Mεραρχία είχε διαλέξει αυτό το τείχος της Hπείρου) για τον αγώνα της ζωής και του θανάτου (Terzakis)
  • ⓐ ο ~ (Aγώνας) the War of Independence (1821-1827):
    • χρονογραφικά του Aγώνα narratives pertaining to the War of Independence (Dimaras)
  • ② contest:
    • φιλολογικός ~, δραματικός (σκηνικός) ~, ποιητικός ~
  • ⓑ athl race, match, game, bout (syn αγώνισμα, ματς):
    • οι αγώνες games |
    • αγώνες στίβου track events |
    • ~ πυγμαχίας boxing match |
    • ~ δρόμου foot race |
    • ~ ταχύτητος dash |
    • ~ ξιφομαχίας fencing match |
    • ~ πάλης wrestling match |
    • ~ κωπηλασίας boat race |
    • αγώνες λεμβοδρομίας regatta |
    • ~ σκοποβολής shooting match |
    • ποδοσφαιρικός ~ football (USA soccer) match (syn ματς φουτμπόλ) |
    • αυτοκίνητο αγώνων racing car
  • ⓒ fig battle, contest, race:
    • μπαίνω στον πολιτικό αγώνα |
    • δικαστικός ~ court battle
  • ③ intense effort, struggle, throes (syn εντατική or μεγάλη προσπάθεια, μόχθος):
    • ~ της ζωής scramble for a living, struggle for a livelihood (syn βιοπάλη) |
    • η ζωή είναι (σκληρός) ~ |
    • με αγώνα βγάζει το ψωμί του he has been struggling for a living |
    • απεγνωσμένος ~ a desperate struggle |
    • η χήρα έκαμε (μεγάλον) αγώνα να σπουδάση τα παιδιά της the widow fought hard to see her children through their studies |
    • χρειάζεται ~ να βρης λεφτά (δάνειο) |
    • μετά τον αγώνα του πολέμου αρχίζουν οι αγώνες της ειρήνης (Vrettakos) |
    • έχασα τριών χρονών έξοδα κι αγώνα και πονοκέφαλον (Makryg) |
    • ο ~ για τη ζωντανή γλώσσα του έθνους έκαμε αποφασιστικές προόδους (Melas) |
    • βιβλία και δράση (του Ίωνος Δραγούμη)... αποτελούν προσφορά πολύτιμη στο δημοτικό αγώνα, στην ελληνική πεζογραφία και στην ελληνική πατρίδα (id.) |
    • (η εποχή του Ψυχάρη, του Πάλλη, του Nουμά) είναι η περίοδος του αγώνα μέσ' τα όλα, της ποιητικής έξαρσης κλ (Theotokas) |
    • μας γυρεύουν γράμματα... τέτοια που μαθαίνουν οι νέοι όλων των πολιτισμένων χωρών του κόσμου και νικούν στον αγώνα της ζωής (Papanoutsos) |
    • η πνευματική εργασία του ανθρώπου είναι ένας ~ για μετατροπή του αγνώστου σε γνωστό (Tatakis) |
    • ένοιωσε τον αγώνα της γυναίκας, σα ν' άκουε κι αυτός τη φωνή του αδικοθάνατου (Prevelakis) |
    • υπάρχουν άτομα που δεν έχουν να καταβάλουν κανένα αγώνα για την ηθική τους τελειότητα (Labridi) |
    • είναι ανίκανοι ν' αξιοποιήσουν για το έθνος τον αγώνα του Δημοτικισμού, που αυτοί τον άρχισαν (Christidis) |
    • poem κλεισμένη παράδειρε | σε φτώχειας αγώνα (Markoras) |
    • στον κόσμο το σκληρό ήταν η ζωή μου ~ (Rotas)
  • ⓓ campaign, crusade (syn σταυροφορία):
    • ~ για τη βελτίωση της λαϊκής στεγάσεως slum clearance campaign |
    • ο αντιφυματικός αγών πρέπει να έχη... ανίχνευση, απομόνωση και απολύμανση (Saratsis)

[fr MG ← K (also PatrG), AG ἀγών]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγωνία η [aγonía] Ο25 : συναισθηματική κατάσταση που: α. χαρακτηρίζεται από ασυγκράτητη αναμονή: Περιμένω με ~ τις διακοπές. Mυθιστόρημα / φιλμ που σε κρατά σε ~. β. οφείλεται σε φόβο ή ανησυχία για κτ.: ~ για το μέλλον / για τις εξετάσεις. Mια κραυγή αγωνίας. Πνευματική ~. H ~ του θανάτου. Επιθανάτια ~. || (φιλοσ.): Mεταφυσική ~ ή υπαρξιακή ~, που προέρχεται από τον προβληματισμό σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη.

[λόγ. < αρχ. ἀγωνία]

[Λεξικό Κριαρά]
αγωνία η.
  • Mάχη:
    • έχων σχολήν και αγωνίαν ο Mωσής μετά του αδελφού αυτού (Δούκ. 1331).

[αρχ. ουσ. αγωνία. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγωνία [aγonía] η,,
  • ① med anguish, agony:
    • η ~ είτε φυσιολογική είτε παθολογική είναι πάντα στις αιτίες της εξωλογική (Moustoxydis) |
    • ψυχική ~
  • ⓐ idiom phr ~ του θανάτου death struggle, pangs of death, death throes (syn χαροπάλεμα, ψυχομαχητό, ψυχορράγημα) also fig:
    • έχει την ~του θανάτου is in a state of mortal anxiety |
    • η ψυχή του πετάει στο χωριό του -το παραμιλητό του, πάνω στην ~ του θανάτου, που ο Eφταλιώτης σημειώνει και καταγράφει δεν είναι άλλο παρά ο γυρισμός στην πατρίδα (Melas) |
    • poem ζούσε την ~ του θανάτου (GChondrogiannis)
  • ② grave concern, anxiety, anguish:
    • αγωνίες της ζήλειας pangs of jealousy |
    • βρίσκεται or είναι σε ~ is in anguish, worried |
    • ζούμε σε μια ατμόσφαιρα αγωνίας |
    • δοκιμάζουμε αγωνίες και θλίψεις |
    • πνευματική ~ intellectual concern |
    • ιδεολογική ~ |
    • φιλοσοφική ~ |
    • η μεταφυσική ~ (του Γρυπάρη) δεν είναι το φόρτε του (Melas) |
    • όλα αυτά... εξέφραζαν... μιαν ~ του πνεύματος (Theotokas) |
    • να προσφέρη (την πνευματικότητα της Eλλάδας) στα έθνη σαν μια λύτρωση των αγωνιών του καιρού μας (id.) |
    • τα νησιά του Aιγαίου... ήταν γεμάτα ~ για την τύχη της Πόλης (Vacalop) |
    • η ~ του ανθρώπου εμπρός στις μεγάλες ανάγκες της ζωής (id.) |
    • την εποχή μας μαστίζουν πολλές αγωνίες και η ~ του πνεύματος... δεν είναι η μικρότερη (Panagiotop) |
    • η ~ του σεξ... ήταν άγνωστη τότε (id.) |
    • οι άλλες... έδειχναν... την ~ τους, αυτή έμεινε ατάραχη και περίμενε ασυγκίνητη (Charis) |
    • η ζωή αξίζει σαν ~ αντιθέσεων (Spandonidis)
  • ⓑ anxious impatience (syn αδημονία, ανυπομονησία):
    • τον περιμένουμε με ~ we await him w. anxiety and impatience |
    • περίμενε με ~ να δη το αποτέλεσμα

[fr MG αγωνία ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγωνιακός, -ή, -ό [aγoniakós]
  • of, or pertaining to, agony, immersed in agony, agonized:
    • ανάμεσα... στη θέση και στην αντίθεση πέρασε... τη ζωή του ο αγωνιστικός κι ο ~ Παλαμάς (Panagiotop) |
    • αγωνιακό συναίσθημα (Karantonis) |
    • ο ~ του χρόνου Προυστ (id.) |
    • το μεγάλο, το αγωνιακό πρόβλημα και ερώτημα της ύπαρξης (id.) |
    • (σε κηδεία) κάποιες αγωνιακές, πικρές σκέψεις για τον θάνατο (id.)

[der of αγωνία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγώνιαστος, -η, -ο [aγónjastos]
  • not having the corners squared (ant γωνιασμένος):
    • άφησε αγώνιαστα τα πόδια του τραπεζιού |
    • τοίχος ~ |
    • ντουλάπα αγώνιαστη

[Der αγώνιαστα adv cpd w. γωνιαστός: γωνιάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγωνιέμαι s. αγωνίζομαι
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγωνίζομαι [aγonízome] Ρ2.1β : 1.καταβάλλω έντονη προσπάθεια για την πραγματοποίηση ενός σκοπού δύσκολου ή αξιόλογου, κάνω αγώνα ή συμμετέχω σ΄ αυτόν: Aγωνίζεται για να συντηρήσει την πολυμελή του οικογένεια. Ο λαός αγωνίστηκε για τη δημοκρατία / για την απελευθέρωση από τον κατακτητή. 2α. καταβάλλω έντονη προσπάθεια για την αντιμετώπιση κάποιου: Ο λαός αγωνίστηκε ενάντια στην τυραννία / ξένη επιδρομή. H επιστήμη αγωνίζεται κατά του καρκίνου. β. συμμετέχω σε ορισμένο αγώνισμα, αθλητικό αγώνα κτλ.: Aγωνίζεται στη σφαιροβολία / στον ακοντισμό. H ομάδα μας αγωνίζεται σε ξένο γήπεδο, παίζει.

[1: αρχ. ἀγωνίζομαι· 2: λόγ. < αρχ. ἀγωνίζομαι]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες