Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγώγιμος -η -ο [aγójimos] Ε5 : 1.(φυσ.) που χαρακτηρίζεται από αγωγιμότητα: Aγώγιμα υλικά. 2. (νομ.) που σχετικά μ΄ αυτόν είναι δυνατή η άσκηση αγωγής: Aγώγιμο δικαίωμα. Aγώγιμη αξίωση. || (ως ουσ.) το αγώγιμο, η σχετική δυνατότητα.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀγώγιμος `που μπορούν να τον μεταφέρουν΄ σημδ. γαλλ. conductible· 2: κατά τη σημ. του αγωγή3]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγώγιμος, -η, -ο [aγóyimos] (L)
- easily led, easily conducted, conductible:
- νομίζει πως... τα υπνωτικά φαινόμενα μπορούμε να τα αναγάγουμε στην υποβολή, όμως αυτή δεν τη θεωρεί αγώγιμη (Moustoxydis)
[fr AG ἀγώγιμος, der of ἀγωγός]
- easily led, easily conducted, conductible: