Παράλληλη αναζήτηση
16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγώγι [aγóyi] το, (& αγώι)
- ① means of transportation, wagon, carriage, beast of burden:
- αύριο το πρωί θά 'ρθη τ' ~ (Palam)
- ② that which is transported, load, burden, fare:
- prov το άλογο κάτ' από τ' αγώι ψοφάει the poor laborer has to work for his wages |
- poem κάποιος αγωγιάτης, | γλυκομάτης, | πήγαινε τ' αγώι του | κάτου προς τη χώρα (Skipis)
- ③ fee for transporting, fare, porterage (syn αγωγιάτικα, κόμιστρα, μεταφορικά):
- πόσο είναι τ' ~; |
- πολλά ζητάει γι' αγώι |
- τ' ~ είναι εκατό δραχμές |
- βγάζεις πολλά αγώγια |
- prov τ' ~ ξυπνά τον αγωγιάτη the expectation of wages (or profit) prompts one, is a great incentive, to work
- ⓐ engagement to transport, job transporting:
- έκαμε τρία αγώγια σήμερο με το μουλάρι |
- ο αμαξάς (ο αγωγιάτης) βρήκε αγώι |
- έχω αγώι για το χωριό
[fr LMG αγώγιν ← MG, K ἀγώγιον]
- ① means of transportation, wagon, carriage, beast of burden:
[Λεξικό Κριαρά]
- αγωγιάζω· αόρ. εγωγίασα.
-
- 1) Δίνω κ. παίρνοντας ενοίκιο, μισθώνω (προκ. για ζώο):
- (Aσσίζ. 7513).
- 2) Παίρνω κ. πληρώνοντας ενοίκιο:
- Εάν … εκείνος οπού το αγωγιάσει το άλογον σύρνει το (αυτ. 7517).
[<ουσ. αγώγιον (I) κατά το ενοικιάζω. H λ. στο Du Cange (‑ειν)]
- 1) Δίνω κ. παίρνοντας ενοίκιο, μισθώνω (προκ. για ζώο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγωγιάζω [aγοyázo]
- hire, give or get for hire (a beast of burden or wagon):
- αγώγιασα το άλογό (κάρο) μου |
- μου αγωγιάζεις το κάρο σου γι' αύριο; |
- θ' αγωγιάσουμε δυο μουλάρια ν' ανεβούμε στο βουνό
[fr LMG αγωγιάζω, der of αγώγιον]
- hire, give or get for hire (a beast of burden or wagon):
[Λεξικό Κριαρά]
- αγωγιαστής ο.
-
- Aυτός που νοικιάζει ζώο πληρώνοντας ενοίκιο, ενοικιαστής ζώου:
- (Aσσίζ. 2561).
[<αόρ. του αγωγιάζω + κατάλ. ‑τής. H λ. και σήμ. κυπρ.]
- Aυτός που νοικιάζει ζώο πληρώνοντας ενοίκιο, ενοικιαστής ζώου:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγωγιάτης ο [aγojátis] Ο10 θηλ. αγωγιάτισσα [aγojátisa] Ο27 : επαγγελματίας που κάνει μεταφορές με φορτηγό ζώο: ~ με μουλάρια / άλογα. ΠAΡ ΦΡ το αγώι* ξυπνάει τον αγωγιάτη.
[μσν. αγωγιάτης < αγώγ(ιον) -ιάτης· αγωγιάτ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγωγιάτης ο.
-
- Aυτός που νοικιάζει ζώο πληρώνοντας ενοίκιο, ενοικιαστής ζώου:
- (Bακτ. αρχιερ. 137).
[<ουσ. αγώγιον (I) + κατάλ. ‑άτης. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Aυτός που νοικιάζει ζώο πληρώνοντας ενοίκιο, ενοικιαστής ζώου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγωγιάτης [aγoyátis] ο, αγωγιάτισσα [aγoyátisa] η,
- carrier, carter, horse or mule driver carrying persons or things for hire:
- κάνει τον αγωγιάτη για να ζήση |
- ο ~ κουβαλάει πράματα |
- ~ με άλογο horse driver |
- ~ με μουλάρι muleteer (syn μουλαράς) |
- prov ο ~ να 'ν' καλά κι άλογα όσα θέλεις of a person of means who is not bound to one possibility of service |
- έφτασε το φριχτό χαμπέρι με τον αγωγιάτη από τα Γιάννινα (Vlachogiannis) |
- μπαίναν... στο Pέθεμνος κάνοντας ο ένας τον αγωγιάτη, ο άλλος το μεταπράτη (Prevelakis) |
- οι αγωγιάτες κεντούνε με το ραβδί τα πισινά των γαϊδουριών (KPolitis)
[fr LMG αγωγιάτης, der of αγώγιον w. suff -άτης]
- carrier, carter, horse or mule driver carrying persons or things for hire:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγωγιάτικα [aγoyátika] τα,
- the fare of the carrier (syn in αγώγι 3)
[n pl substantiv. of αγωγιάτικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγωγιάτικος -η -ο [aγojátikos] Ε5 : που έχει σχέση με το αγώι ή με τον αγωγιάτη. || (ως ουσ.) τα αγωγιάτικα, η αμοιβή του αγωγιάτη για το αγώι.
[αγωγιάτ(ης) -ικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγωγιάτικος, -η, -ο [aγoyátikos]
- of or pertaining to the carrier by beast of burden:
- αγωγιάτικο άλογο |
- αγωγιάτικα χασομερήματα (Drosinis).
- of or pertaining to the carrier by beast of burden: