Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγύρτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγύρτης ο [ajírtis] Ο10 θηλ. αγύρτισσα [ajírtisa] Ο27 : υβριστικός χαρακτηρισμός εκείνου που εξαπατά τους ανθρώπους με επίδειξη γνώσεων, ικανοτήτων, προσόντων κτλ., τα οποία στην πραγματικότητα δεν έχει· (πρβ. απατεώνας, τσαρλατάνος): Ένας ~ και ψεύτης που παριστάνει το μεσσία.

[λόγ. < αρχ. ἀγύρτης· λόγ. αγύρτ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγύρτης [ayírtis] ο, rare αγύρτισσα [ayírtisa] η,
  • impostor, charlatan, humbug, mountebank (syn απατεώνας, τσαρλατάνος):
    • τον ψεύτη, τον απατεώνα, τον αγύρτη! (Xenop) |
    • ενθαρρύνονται... οι πρόθυμοι δούλοι, οι ευέλικτοι αγύρτες (Terzakis) |
    • επικεφαλής της πρεσβείας... ήταν ο ~ Φραγκισκανός..., ο οποίος είχε κατορθώσει να εξαπατήση τον πάπα (Vacalop) |
    • (ο Aπολλώνιος) δε φαίνεται... να ήταν ούτε γόης ούτε ~ (Tatakis) |
    • poem ας πέση ο δημοκόπος, | ο ~, ο τρελός, που πλάθει παραμύθια και στ' άλλα μένει αργός (Markoras) |
    • οδηγέ των ακτίνων και των κοιτώνων μάγε, | αγύρτη, που γνωρίζεις το μέλλον, μίλησέ μου (Elytis) |
    • είναι ~, μαλαγάνας. Kοίτα, κοίτα γαλιφιές (Stavrou Ar)
  • ⓐ ~ γιατρός quack, medical charlatan (syn κομπογιανίτης, τσαρλατάνος, ψευτογιατρός):
    • ο πόνος του δοντιού του δεν τονε ρίχνει... στη δίκαιη αγανάχτηση για τον αγύρτη οδοντογιατρό, που του σφράγισε όπως όπως το δόντι (Nikolaidis)

[fr AG ἀγύρτης (PatrG ἀγύρτης λόγος, 4th c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες