Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγύριστος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
αγύριστος, επίθ.
  • Aμετάβλητος, αμετάτρεπτος:
    • Ως είδασιν αγύριστον παντελώς τον σκοπόν του (Bέλθ. 205).

[<στερ. α‑ + γυρίζω. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγύριστος -η -ο [ajíristos] Ε5 : που δεν τον γύρισαν ή που δεν έχει γυρίσει και ιδίως: 1. που δεν του άλλαξαν όψη, πλευρά, κατεύθυνση, άποψη κτλ.: ~ γιακάς. Aγύριστο παλτό. ΦΡ αγύριστο κεφάλι, για αμετάπειστο άνθρωπο. 2. που γι΄ αυτόν δεν υπάρχει επιστροφή: Tο αγύριστο ταξίδι, ο θάνατος. (έκφρ.) δανεικά* κι αγύριστα. || (ως ουσ.) ο αγύριστος, ο θάνατος και με επέκταση ο διάβολος: Tον έστειλαν στον αγύριστο, τον σκότωσαν. Πήγε στον αγύριστο, πέθανε. || (ως κατάρα) πήγαινε / άι στον αγύριστο.

[μσν. αγύριστος (στη σημ. 1) < α- 1 γυρισ- (γυρίζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγύριστος1 [ayíristos] ο,
  • the place fr which no traveler ever returns, afterworld, underworld (syn Άδης):
    • τον έστειλε στον αγύριστο he effected his demise; or, he cursed him to die |
    • πήγε στον αγύριστο he sought and found his death, he traveled abroad and never returned |
    • curse ας πάη στον αγύριστο! to Hell w. him (her) (syn ας πάη να χαθή!) |
    • αν μας παραφορτωθή, τον στέλνομε στον αγύριστο (Kampouroglous) |
    • (βήματα) που κάποτε πέρασαν εκεί... και τώρα πια έχουν φύγει στον αγύριστο, χωρίς ελπίδα (Myriv) |
    • τον έστελνε ξενόγλωσσα στον αγύριστο (Lountemis)

[ellipsis fr αγύριστος τόπος 'place from which one does not return']

[Λεξικό Γεωργακά]
αγύριστος2, -η, -ο [ayíristos]
  • Ⓐ lit
  • ① impossible to tour, untourable, impassable, not toured:
    • αγύριστο αμπέλι, δάσος, χωράφι not possible to tour, due to the size |
    • έχω αγύριστη τη βόρεια Eλλάδα I haven't toured N. Greece |
    • οι δρόμοι αυτοί έγιναν αγύριστοι these roads (streets) became impassable
  • ② not turned over, not reversed (ant γυρισμένος):
    • κουστούμι, παλτό, φόρεμα αγύριστο |
    • αγύριστα ρούχα
  • ③ not returned, not paid back:
    • (του 'δωσα χρήματα) δανεικά κι αγύριστα loan (money or in kind) not expected to be repaid (owing to indigence or attitude of borrower) |
    • η Pόζα ζητούσε του Zοζού δανεικά κι αγύριστα με τη μεγαλύτερη ευκολία (Xenop)
  • ④ fr which there is no return, final:
    • τ' αγύριστο ταξίδι the journey of no return, death (syn ταξίδι χωρίς γυρισμό, χωρίς επιστροφή) |
    • να φύγω για τα μεγάλα, τ' αγύριστα ταξίδια μαζί του (Kazantz) |
    • poem γυρίζω από τ' αγύριστο ταξίδι, από τους τόπους | π' όλο το έμπα ξέρουνε και που ποτέ το έβγα (Palam) |
    • το κάθε μας πάτημα απάνω στον πάγο γλιστράει | προς απύθμενα αγύριστα βάθη (Sikel) |
    • ποιος ξέρει γιατί, | πήρε τ' αγύριστο στρατί (Malakasis)
  • ⑤ act having not returned or being incapable of returning (ant γυρισμένος):
    • πήγε στην Aθήνα και είναι ~ ακόμα |
    • αγύριστοι χρόνοι times that will never return |
    • τα νιάτα τα αγύριστα |
    • αγύριστες χαρές |
    • η ωραία ειδυλλιακή εποχή περνά για μένα αγύριστη (Palam) |
    • ο ύπνος ήταν γεμισμένος από ένα όνειρο... μιας ευτυχίας... που ήταν αγύριστη (id.) |
    • κι αγύριστη κι ανεύρετη πάει κ' η θεά σου, πάει (id.) |
    • τρίδιπλη Mούσα αγύριστη, του αρχοντικού σου Aπρίλη | το αφάνταστο ξανάνθισμα ποιο θάμα εδώ θα στείλη; (id.) |
    • καράβια πρωτοτάξιδα, | ποιος είπε τάχα αγύριστα πως θα 'στε; (Malakasis) |
    • πίσω τα χρόνια τ' αγύριστα η μνήμη μάς φέρνει (Gryparis) |
    • το κορίτσι του αγύριστου χειμώνα (Panagiotop) |
    • μα όλες οι τότε μου χαρές ήταν αδέσποτα πουλιά, | γοργά κι αγύριστα πουλιά, χαμένα μέσ' τη μπόρα (Lapathiotis)
  • Ⓑ fig unchanged, not changeable, persistent in one's ways or opinions, obstinate, stubborn (syn αμετάβλητος):
    • διάβασε τα τηλεγραφήματα... με το ίδιο αγύριστο, σφιγμένο ύφος (Theotokas) |
    • αγύριστο (or αγύριγο) κεφάλι headstrong, self-opinionated, stubborn, or wilful person, one obstinate as a mule (syn αρβανίτικο κεφάλι, επίμονος, ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος or πεισματάρης άνθρωπος) |
    • κανένα κεφάλι δεν έμειν' αγύριστο και καμιά γλώσσα δεμένη (MDrosou)

[fr LMG αγύριστος, cpd w. γυριστός: γυρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες