Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγύριστα [ayírista] adv
- w. no return:
- ο καιρός περνάει or έφυγε ~ |
- χάθηκε ~ μια καλή ευκαιρία |
- η μεγαλόπρεπη πομπή είχε ~ εξαφανισθή (Thrylos) |
- poem φύγατε κ' εσείς ~, | χρυσοπλάστες της ιδέας, ω μύθοι (Palam) |
- και ~ κάθε στιγμή ρίχναμε πίσω μας | στο ρέμα | το ζωνάρι μιας καινούργιας παρθενιάς (Sikel) |
- ωιμέ ~ και σε γυρεύουν |...|...| εσύ που τώρα ~| πήγες να βασιλέψης (Malakasis) |
- τώρα πια ~ μας χώρισαν οι κάμποι (Vlastos) |
- δε διάβηκες ~, δεν έλιωσες ωσάν τα νέφαλα κι ωσάν το χιόνι! (Theodorou)
[der of αγύριστος adj]
- w. no return: