Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγύμναστος -η -ο [ajímnastos] Ε5 : 1.που δεν είναι γυμνασμένος με γυμναστικές ασκήσεις: Aγύμναστο, πλαδαρό κορμί. 2. που δεν είναι ασκημένος και επομένως κατάλληλος ή αρκετά ικανός: Aγύμναστο μάτι / αυτί. Ρωμαλέοι και γενναίοι αλλά αγύμναστοι πολεμιστές. || (ως ουσ.) ο αγύμναστος, για στρατεύσιμο που δεν έχει κάνει τη βασική στρατιωτική εκπαίδευση.
[λόγ. < αρχ. ἀγύμναστος (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγύμναστος, -η, -ο [ayímnastos]
- ① athl & milit etc untrained, unexercised, unseasoned (syn ανάσκητος L, ant γυμνασμένος):
- ~ αθλητής, στρατιώτης |
- αγύμναστοι νεοσύλλεκτοι untrained recruits |
- αγύμναστο οικιακό ζώο |
- οι δυστυχείς Έλληνες ολίγοι κι αγύμναστοι νίκησαν τον δικόνε μας τον σύντροφον (Makryg) |
- γενναίοι και ρωμαλέοι, αλλά αγύμναστοι και άοπλοι (Vacalop) |
- ήταν άπειροι, αγύμναστοι και αυτοσχεδιασμένοι πολεμιστές (Christidis) |
- ένα γυμνό παιδί... αγύμναστο, πλαδαρό κορμί (SKarouzou) |
- ήταν αγύμναστοι στους πόνους (Theodorakop)
- ② not, or unsatisfactorily, worked out, uncultivated, unskilled, inexperienced (syn ανεπιτήδειος, άπειρος):
- αγύμναστο αφτί, μάτι inexperienced ear, eye |
- ~ στην τέχνη, στο επάγγελμα, σε μέθοδο |
- ~ νους unskilled mind |
- αγύμναστη διανόηση |
- διανοητικά αγύμναστη εποχή intellectually uncultivated period (Theodoridis) |
- (ο φιλόσοφος φέρνει) σε αμηχανία τους ακροατές του, τους αγύμναστους σ' αυτή την "κομψή" μέθοδο (Papanoutsos) |
- η γλώσσα του Bηλαρά στις μεταφράσεις... είναι ακόμη αγύμναστη (Dimaras) |
- οι στίχοι... πάντα σκοντάφτουν, αγύμναστοι, ακατέργαστοι (Palam)
[fr K, AG ἀγύμναστος]
- ① athl & milit etc untrained, unexercised, unseasoned (syn ανάσκητος L, ant γυμνασμένος):