Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγύμναστοι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγύμναστοι [ayímnasti] οι,
  • the untrained recruits of any earlier age group subject to military service.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες