Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγύμναστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγύμναστα [ayímnasta] adv
  • without training or experience.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες