Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγόριν το· αγόρι· αγούριν.
-
- 1) Παλληκάρι, πολεμιστής:
- (Aχιλλ. O 642).
- 2) Aρσενικό παιδί:
- (Γαδ. διήγ. 172).
- 3) (Σε επιθετ. χρήσ.) αρσενικός:
- παιδίν αγούριν (Γλυκά, Στ. 210).
[<ουσ. άγορος (Θαβώρης 1969: 55-56)· πβ. L‑S Suppl., λ. αώριος. O τ. ‑ι στο Du Cange (λ. άγουρος) και σήμ. O τ. αγούριν και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Παλληκάρι, πολεμιστής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγορίνα η [aγorína] Ο25α : χαϊδευτική προσφώνηση αγοριού ή γενικότερα οικείου προσώπου ανδρικού φύλου.
[αγόρ(ι) -ίνα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγορίνα [aγorína] η,
- ① term of endearment for a boy:
- ~μου!
- ② rare girl w. boy's behavior, tomboy, romp (syn αγοροκόριτσο; cf αγόρα)
[der of αγόρι w. suff -ίνα]
- ① term of endearment for a boy: