Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγόρι το [aγóri] Ο44 : αρσενικό παιδί σε αντιδιαστολή προς το κορίτσι: Γέννησε / έκανε ~. Ένα δωδεκάχρονο ~. Έχει τρία παιδιά, δύο κορίτσια κι ένα ~. Παιχνίδια για αγόρια. || ~ μου, προσφώνηση σε οικεία πρόσωπα ανδρικού φύλου. || (οικ.) μόνιμος ερωτικός σύντροφος κοπέλας· γκόμενος: Bγήκε βόλτα / τσακώθηκε / χώρισε με το ~ της.
αγοράκι το YΠΟKΟΡ. αγόραρος ο MΕΓΕΘ. [μσν. αγόρι(ν) υποκορ. του ελνστ. ἄγωρος `νεαρός΄ < αρχ. ἄωρος με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ. (δες άγουρος, πρβ. μσν. άγουρος `άγουρος, αγόρι΄)· αγόρ(ι) -αρος]
- αγόρι [aγóri] το,
- male youngster, lad, boy (syn αρσενικό παιδί, region. παιδί):
- είναι δέκα χρονών ~ |
- μικρό ~ |
- έχει τρία παιδιά, ένα ~ και δύο κορίτσια |
- endear. φίλησέ με, ~ μου |
- τ' ~ και το κορίτσι ξεκόβουν από το σπίτι (Vlachogiannis) |
- δεν τον ευχήθηκε για το παιδί που ήταν ~ (Charis) |
- folks. εβγάτ', αγόρια, στο χορό, κοράσια, στα τραγούδια |
- poem ωραίον ~, σπλάχνο μου (Palam) |
- να ιδή γυρεύει μοναχά τ' ~ π' αγαπάει (Markoras) |
- ~ εγώ, κοπέλα εσύ, στο κύμα μπρος το πλάνο (Malakasis)
[fr late MG αγόρι ← MG αγόριν, this der of K, MG ἄγωρος (& K, MG ἄγουρος) m 'young man, youth' ← ἄωρος 'unripe']
- male youngster, lad, boy (syn αρσενικό παιδί, region. παιδί):
- αγόριν το· αγόρι· αγούριν.
-
- 1) Παλληκάρι, πολεμιστής:
- (Aχιλλ. O 642).
- 2) Aρσενικό παιδί:
- (Γαδ. διήγ. 172).
- 3) (Σε επιθετ. χρήσ.) αρσενικός:
- παιδίν αγούριν (Γλυκά, Στ. 210).
[<ουσ. άγορος (Θαβώρης 1969: 55-56)· πβ. L‑S Suppl., λ. αώριος. O τ. ‑ι στο Du Cange (λ. άγουρος) και σήμ. O τ. αγούριν και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Παλληκάρι, πολεμιστής:
- αγορίνα η [aγorína] Ο25α : χαϊδευτική προσφώνηση αγοριού ή γενικότερα οικείου προσώπου ανδρικού φύλου.
[αγόρ(ι) -ίνα]
- αγορίνα [aγorína] η,
- ① term of endearment for a boy:
- ~μου!
- ② rare girl w. boy's behavior, tomboy, romp (syn αγοροκόριτσο; cf αγόρα)
[der of αγόρι w. suff -ίνα]
- ① term of endearment for a boy:
- αγορίστικα [aγorístika] adv
- boyishly, w. tomboy's manners:
- την ανέθρεψε ~ |
- έκοψε τα μαλλιά της ~ |
- η μικρή φέρνεται ~
[der of αγορίστικος]
- boyishly, w. tomboy's manners:
- αγορίστικος -η -ο [aγorístikos] Ε5 : που αναφέρεται, που ταιριάζει σε αγόρι ή που μοιάζει με του αγοριού: Aγορίστικα παιχνίδια / ρούχα. Tα φερσίματα του μικρού κοριτσιού είναι αγορίστικα.
αγορίστικα ΕΠIΡΡ: Έκοψε τα μαλλιά της ~. Nτύνεται ~. [αγόρ(ι) -ίστικος]
- αγορίστικος, -η, -ο [aγorístikos]
- pertaining or relating to a boy, boylike, boyish, tomboyish (syn αγορήσιος):
- αγορίστικο όνομα boy's name |
- αγορίστικο καπέλο, αγορίστικα ρούχα, παπούτσια |
- αγορίστικη εμφάνιση boy's appearance |
- αγορίστικα φερσίματα |
- αγορίστικα παιγνίδια |
- αγορίστικοι τρόποι boyish or mannish, hoydenish manners, αγορίστικη συμπεριφορά |
- αυτό το κορίτσι έχει αγορίστικη μιλιά |
- μια φωνή... βαθιά σαν αγορίστικη (Xenop) |
- (η Tάγια) εμεγάλωνε με καμώματα αγορίστικα (Karkavitsas) |
- η έκφραση του προσώπου... κάπως αγορίστικη (Louros) |
- τα μικρά άγουρα κορίτσια με το αγορίστικο άνηβο κορμί (MKaragatsis)
[der of αγόρι w. suff -ίστικος]
- pertaining or relating to a boy, boylike, boyish, tomboyish (syn αγορήσιος):