Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγόρευση η [aγórefsi] Ο33 : η ενέργεια του αγορεύω, η εκφώνηση λόγου σε δημόσια συγκέντρωση: H ~ του συνέδρου / του βουλευτή / του υπουργού. Σύντομη / μακριά / πολύωρη / κουραστική ~. || (νομ.) η προφορική ανάπτυξη και αποσαφήνιση της υπόθεσης στο ακροατήριο ενός δικαστηρίου: ~ εισαγγελέα / συνηγόρου.
[λόγ. < ελνστ. ἀγόρευ(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγόρευση [aγórefsi] η, (L)
- speech, oration, harangue (esp in court or parliament) (syn L δημηγορία, δημόσια ομιλία, λόγος):
- ωραία ~ για την ελευθερία |
- πολιτικές αγορεύσεις |
- μακρές αγορεύσεις |
- διηγήματα, όχι αγορεύσεις (Palam) |
- η Bουλή... δεν έχει ακούσει τέτοιαν ~, μεστή από αλήθειες (Melas)
[fr kath ← K ἀγόρευσις]
- speech, oration, harangue (esp in court or parliament) (syn L δημηγορία, δημόσια ομιλία, λόγος):