Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγόρασμα το [aγórazma] Ο49 : (προφ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αγοράζω· αγορά1, ψώνισμα.
[αρχ. ἀγόρασμα `εμπόρευμα΄, κατά την εξέλ. της σημ. του επιθήματος -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγόρασμα το.
-
- 1) Tο να αγοράζει κανείς:
- Περί αγοράσματος οργάνων (Bακτ. αρχιερ. 133).
- 2) Περιουσία:
- (Πεντ. Γέν. XXXVI 6).
[αρχ. ουσ. αγόρασμα. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Tο να αγοράζει κανείς:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγόρασμα [aγórazma] το,
- purchasing, buying (syn αγορά 3, ψώνισμα)
- ⓐ purchase (syn αγορά 3, ψώνιο)
[fr K ἀγόρασμα]