Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγόγγυστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγόγγυστα [aγóŋɟista] adv (& L αγογγύστως)
  • without complaints, uncomplainingly, ungrudgingly, unrepiningly (syn αβόγγητα):
    • δουλεύει ~ |
    • υπόφερε ~ τις περιπέτειες, τη στέρηση |
    • δεχόμαστε ~ τη μοίρα που θα μας βρη |
    • gnom πρέπει να υπομένωμε ~ τα χτυπήματα που μας καταφέρουν οι θεοί (Vrettakos) |
    • τα δέχτηκε όλ' αυτά ~, άφησε να τον πατήσουν χάμου σαν κοριό (Terzakis) |
    • για να μπορέσουν να βαστάξουν ~ τη σίγουρη ετούτη επίγεια ζωή (Kazantz) |
    • δέχεται ~ το θάνατο (Theodorakop) |
    • είχε συνηθίσει να υπομένη ~ τις γκρίνιες των ανθρώπων (Koumantareas) |
    • poem δειλοί, που της αχάριστης ζωής | ~ σηκώνετε το βάρος (Gryparis)

[der of αγόγγυστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες