Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγωνοθέτης ο [aγonoθétis] Ο10 θηλ. αγωνοθέτρια [aγonoθétria] Ο27 : αυτός που θεσπίζει αθλητικούς αγώνες.
[λόγ. < αρχ. ἀγωνοθέτης· λόγ. αγωνοθέ(της) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγωνοθέτης [aγonoθétis] ο,, (L) αγωνοθέτις [aγonoθétis] η,
- establisher of a public competition w. prize in art or letters:
- είχε κάνει παλιότερα επιμελητής της Δήλου, πολλές φορές ~ και χορηγός (Roufos) |
- κατάλληλο όργανο... προορισμένο στη σκέψη τού αγωνοθέτη να ανυψώση την ελληνική ποιητική δημιουργία... εθεωρήθηκε το πανεπιστήμιο (Dimaras) |
- poem κι ο πόθος, που του στέκεται ψηλάθε ~, | δε λέει αν είν' αρμένισμα ή αν είναι γυρισμός (Sikel).
- establisher of a public competition w. prize in art or letters: