Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγωνιώδης -ης -ες [aγonióδis] Ε11 : που χαρακτηρίζεται από αγωνία και ιδίως την προκαλεί: ~ προσπάθεια / καταδίωξη / αναμονή. Aγωνιώδεις εκκλήσεις / παρακλήσεις / στιγμές. Tα αγωνιώδη προβλήματα / ερωτήματα της εποχής μας.
αγωνιωδώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. αγωνί(α) -ώδης μτφρδ. γαλλ. an xieux· λόγ. αγωνιώδ(ης) -ώς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγωνιώδης, -ης, -ες [aγonió∂is] (L)
- ① being in, or fraught w., anguish, filled w. agony, agonizing, heartbreaking, uneasy:
- ~ κραυγή agonizing cry |
- ~ έρευνα |
- ~ ζωή |
- ~ ανησυχία, αναμονή |
- ~ φόβος για agonizing dread of |
- ~ σιγή tense silence |
- αγωνιώδες αίτημα, ερώτημα, πρόβλημα |
- αγωνιώδεις θέσεις, συγκινήσεις, στιγμές, ώρες |
- έχει αγωνιώδη ένταση is agonizingly tense |
- η σκέψη αυτή με βύθισε σε μια μελαγχολίαν αγωνιώδη (Palam) |
- ο Aλέξης... με το αγωνιώδες βλέμμα του (Theotokas) |
- με τρόπον αγωνιώδη (syn αγωνιωδώς) |
- μεγάλα και αγωνιώδη προβλήματα της εποχής (Vacalop) |
- επιτακτικό και αγωνιώδες προβάλλει πάλι το γιατί (id.) |
- περνούν αγωνιώδεις στιγμές (id.) |
- να εκφράση τον αγωνιώδη μυστικό πόθο της ψυχής για την ένωσή της με το Θεό (Seferis) |
- ύστερα από την αγωνιώδη πνευματική και καλλιτεχνική περιπλάνηση... επιστρέφει στην Kαθολική Eκκλησία (Theotokas) |
- τραγικές και αγωνιώδεις μορφές, υποτυπώματα των άλλων κόσμων του πέραν (Papatsonis) |
- υπομνήματα... που αποτελούν αγωνιώδεις εκκλήσεις για τη σωτηρία της αυτοκρατορίας (Kanellop) |
- (δίνει) στίχους... γεμάτους από την αγωνιώδη ευαισθησία του μυστικισμού του (Peranthis) |
- μια αλυσίδα αγωνιωδών ερωτηματικών... μαρτυρούν την εσωτερική ταραχή (Chourmouzios)
- ② great, persistent:
- είχα την αγωνιώδη φροντίδα να διατηρώ το πατρικό μου σπίτι (Xenop) |
- η εποχή μας... έχει επιδοθή σε μια αγωνιώδη προσπάθεια αναζήτησης του ανθρώπου (Panagiotop)
[der of αγωνία]
- ① being in, or fraught w., anguish, filled w. agony, agonizing, heartbreaking, uneasy: