Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγωνιωδώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγωνιωδώς [aγonió∂ós] (L) adv
  • in agony, agonizingly, anxiously (syn αγωνιώδικα [s. αγωνιώδικος], εναγωνίως)

[der of αγωνιώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες