Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγωνιστικότητα η [aγonistikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του αγωνιστή, η αγωνιστική διάθεση: H ~ του πνεύματος. Aδάμαστη / ακατάβλητη ~.
[λόγ. αγωνιστικ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγωνιστικότητα [aγonistikótita] η,,
- fighting spirit, combativeness:
- έχει αδάμαστη ~ |
- κύριο γνώρισμα του Έλληνα... είναι η ~, που συνοδεύεται απ' την αγάπη προς την ελευθερία (Didaskalia, 1966, p.10) |
- η λέξη Δημοκρατία... άστραφτε σαν το φωτεινότερο σύμβολο της αγωνιστικότητας των νέων για την περιφρούρησή της (Kolyva) |
- οι meditationes εμφανίζουν ~ του πνεύματος με δραματική όντως ένταση (Theodorakop)
[der of αγωνιστικός]
- fighting spirit, combativeness: