Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγωνιστικός -ή -ό [aγonistikós] Ε1 : που έχει σχέση: 1. με τον αγωνιστή ή με το σχετικό αγώνα· μαχητικός: Aγωνιστική διάθεση. Aγωνιστικό πνεύμα. Έζησε το γλωσσικό ζήτημα στις πιο αγωνιστικές φάσεις του. 2α. με τους αθλητικούς αγώνες και ιδίως χρησιμοποιείται σ΄ αυτούς: Ο ~ χώρος του γηπέδου / σταδίου. Aγωνιστικά παιχνίδια / όργανα. Aγωνιστικό ποδήλατο / αυτοκίνητο. Aγωνιστική ημερίδα / ημέρα. β. (ως ουσ.) β1. η αγωνιστική, ημέρα κατά την οποία γίνονται αγώνες: Παίχτης / γήπεδο που τιμωρήθηκε με δύο / τρεις αγωνιστικές, με απαγόρευση συμμετοχής / χρήσης στους αντίστοιχους αγώνες. β2. το αγωνιστικό, ποδήλατο ή αυτοκίνητο που χρησιμοποιείται σε αγώνες.
αγωνιστικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Συμπαραστέκονται ~ στους τιμωρημένους συναδέλφους τους. [λόγ. < αρχ. ἀγωνιστικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγωνιστικός, -ή, -ό [aγonistikós]
- ① of, or pertaining to, fighting (against an enemy), esp in war, combative (near-syn ηρωικός) αγωνιστική διάθεση, δύναμη, θέληση:
- αγωνιστικές εκδηλώσεις |
- αγωνιστική περίοδος, προσπάθεια |
- αγωνιστικό μένος, πάθος, πνεύμα |
- η ζωή από αγωνιστική έγινε ταυτόχρονα και αγωνιώδης (Theodorakop) |
- το εθνικό αγωνιστικό πνεύμα του μακεδονικού κάμπου (Theotokas) |
- (ο λαός μας) εγκρέμισε ανεπανόρθωτα τα αγωνιστικά του σύμβολα (Kasimatis)
- ② athl etc of, or relating to, contests, competitive:
- αγωνιστικά όργανα, αγωνιστικά παιγνίδια, αγωνιστικές παιδιές competitive games |
- αγωνιστική περίοδος contest period |
- αγωνιστική άμιλλα, διάθεση |
- ~ στίβος |
- ~ χώρος soccer, basketball field |
- αγωνιστικό αυτοκίνητο racing car (syn κούρσα)
- ③ fit for contest, contentious, debating (syn εριστικός, συζητητικός):
- ~ τόνος |
- αγωνιστική ορμή |
- αγωνιστική περίοδος |
- αγωνιστική ιδιοσυγκρασία, αγωνιστική προσωπικότητα |
- αγωνιστική φλόγα |
- ανάμεσα... στη θέση και στην αντίθεση πέρασε ολάκερη τη ζωή του ο ~ Παλαμάς (Panagiotop) |
- ο ποιητής θα πάρη μοιραία θέση αγωνιστική (Chourmouzios) |
- το 'ζησα (το γλωσσικό ζήτημα) στις αγωνιστικότερες φάσεις του (Fteris)
- ④ highly active, striving toward advancement, progressive:
- ~ άνθρωπος |
- αγωνιστική ευψυχία, αγωνιστική ζωή, αγωνιστική διάθεση, αγωνιστική ιδιοσυγκρασία, αγωνιστική ορμή, αγωνιστική αντοχή, αγωνιστική πορεία |
- αγωνιστικές ικανότητες |
- αγωνιστικό πνεύμα, αγωνιστικό καθήκον |
- ο M. Tριανταφυλλίδης... είχε μια αγωνιστική πλευρά που θα μπορούσε να βρη κάποιαν απήχηση στην αγωνιστική ανάγκη των νεωτέρων (Dimaras) |
- η ηθική βούληση είναι θέληση αγωνιστική που εκφράζει... τα βάθη της προσωπικότητάς μας (Papanoutsos) |
- έλειψε η πίστη,... η αγωνιστική πνοή (Tsatsos)
[fr AG ἀγωνιστικός]
- ① of, or pertaining to, fighting (against an enemy), esp in war, combative (near-syn ηρωικός) αγωνιστική διάθεση, δύναμη, θέληση: