Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγωνιστική [aγonisticí] η,, anc athl
- ① the art of combat or contest, agonistics:
- η γυμναστική και η ~ (έπαιξαν ρόλο) στη δημιουργία του αρχαίου ελληνικού θαύματος (Sakellariou)
- ② fig:
- κάθε άρθρο του... ήταν συνδυασμένο με την ~ της γλώσσας (Chourmouzios).
- ① the art of combat or contest, agonistics: