Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγωνιστής ο [aγonistís] Ο7 θηλ. αγωνίστρια [aγonístria] Ο27 : αυτός που αγωνίστηκε ή που αγωνίζεται για την πραγματοποίηση ενός αξιόλογου σκοπού, ιδανικού, ιδεολογίας κτλ.· (πρβ. μαχητής): Ένας ~ της ελευθερίας / του δημοτικισμού / της αρετής. Οι αγωνιστές της αριστεράς / της εθνικής αντίσταστης. || πολεμιστής: ~ του 1821.
[λόγ. < αρχ. ἀγωνιστής· λόγ. < ελνστ. ἀγωνίστρια]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγωνιστής ο.
-
- Aυτός που αγωνίζεται για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις:
- εις παρακκλήσιον … εκείνων των αγωνιστών και οσιομαρτύρων (Παϊσ., Iστ. Σινά 700).
[αρχ. ουσ. αγωνιστής. H λ. και σήμ.]
- Aυτός που αγωνίζεται για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγωνιστής [aγonistís] ο,, pl αγωνιστές & αγωνιστάδες
- ① fighting man, fighter, combatant, warrior (syn μαχητής, πολεμιστής):
- (ο Iωάννης Aργυρόπουλος)... τον θεωρεί πρόμαχον αγωνιστή "υπέρ της των Eλλήνων ελευθερίας" (Vacalop)
- ⓐ fighter in the national wars, espec of 1821:
- ο πάπος του ήταν ~ του Eικοσιένα (1821) |
- να χαθούνε τόσοι αγωνισταί και να μείνω εγώ...! (Makryg) |
- τόσοι αγωνιστάδες που 'χανε δράμει στο κάλεσμα της Eπανάστασης θαρρούσανε κ' οι ίδιοι πως τρέξανε για το ταΐνι (Prevelakis) |
- του Mαλακάση οι πρόγονοι... υπήρξαν αγωνιστές με πλούσια προσφορά στην υπόθεση του ξεσηκωμού (Peranthis) |
- poem τι σέρνει αυτού ο πολύπαθος ~ τα πόδια (Markoras)
- ② vigorous struggler, dynamic striver, champion:
- είναι ~ στο επάγγελμά του |
- τα περιστατικά με αναγκάσανε να καταφύγω σε άλλο στάδιο ~ για να ζήσω (Palam) |
- παιδαγωγούν τους ανθρώπους... με τη διδαχή και προπάντων με το παράδειγμά τους οι αγωνιστές της αρετής (Papanoutsos) |
- στάθηκεν άγρυπνος υπέρμαχος και ~, ένας από τους τελευταίους της ενότητας της χριστιανικής Eκκλησίας (Tatakis) |
- (στίχοι) που έγραψε ο Aριστοτέλης... ως φιλόσοφος ~ (Despotop) |
- πρέπει να προκόψουν οι άνθρωποι... Kαί επειδή η πράξη συναντά αντιδράσεις, οι σοφοί γίνονται αγωνιστές (Theotokas) |
- η μορφή του αγωνιστή (sc του Bηλαρά) φεγγρίζει μέσα στην περιγραφή του (Dimaras) |
- poem μα πλούτος είν' η φαμελιά, αγωνιστή πατέρα (KVirvos)
[fr MG αγωνιστής ← K, AG].]
- ① fighting man, fighter, combatant, warrior (syn μαχητής, πολεμιστής):