Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγωνίζομαι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγωνίζομαι [aγonízome] Ρ2.1β : 1.καταβάλλω έντονη προσπάθεια για την πραγματοποίηση ενός σκοπού δύσκολου ή αξιόλογου, κάνω αγώνα ή συμμετέχω σ΄ αυτόν: Aγωνίζεται για να συντηρήσει την πολυμελή του οικογένεια. Ο λαός αγωνίστηκε για τη δημοκρατία / για την απελευθέρωση από τον κατακτητή. 2α. καταβάλλω έντονη προσπάθεια για την αντιμετώπιση κάποιου: Ο λαός αγωνίστηκε ενάντια στην τυραννία / ξένη επιδρομή. H επιστήμη αγωνίζεται κατά του καρκίνου. β. συμμετέχω σε ορισμένο αγώνισμα, αθλητικό αγώνα κτλ.: Aγωνίζεται στη σφαιροβολία / στον ακοντισμό. H ομάδα μας αγωνίζεται σε ξένο γήπεδο, παίζει.

[1: αρχ. ἀγωνίζομαι· 2: λόγ. < αρχ. ἀγωνίζομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
αγωνίζομαι.
  • 1)
    • α) Aντιστέκομαι σε κ., αποκρούω κ.:
      • Bροχάς, χειμώνας, παγετούς πάντες αγωνισθείτε (Διγ. Esc. 490
    • β) καταβάλλω προσπάθεια για κ.:
      • κόπους τούς αγωνίζονταν αλλών τους εχαρίσαν (Απόκοπ. 408).
  • 2) Kοπιάζω, βασανίζομαι:
    • (Πουλολ. 525 κριτ. υπ).
  • 3) Προσπαθώ, επιδιώκω:
    • Aγωνίσου του να σ’ εντρέπονται παρού να σε φοβούνται (Σπαν. P 51).

[αρχ. αγωνίζομαι. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγωνίζομαι [aγonízome] (& region. αγωνιέμαι) aor αγωνίστηκα, subj αγωνιστώ, imper αγωνίσου
  • ① fight (against, for), do battle, combat (syn μάχομαι, πολεμώ):
    • στη δύναμη να αγωνίζεσαι βρίσκεται η ευλογία (Vrettakos) |
    • το έθνος αγωνίστηκε κατά του εχθρού the nation fought w. the enemy |
    • λέγετε πάντοτε την αλήθεια και αγωνίζεστε γι' αυτή (Saratsis) |
    • κι όλοι οι απλοί Έλληνες αγωνίστηκαν με... γενναιότητα διά την πατρίδα (Makryg) |
    • (η πατρίδα) αγωνίζεται τον υπέρ πάντων αγώνα (Palam) |
    • κίνησα... έτοιμος ν' αγωνιστώ ως το θάνατο (Myriv) |
    • έβλεπαν τη γραμμή τους να καταρρέη κι αγωνίζονταν μ' αληθινή απόγνωση να σώσουν ό,τι μπορούσαν (Terzakis) |
    • ένα μόνο τάγμα... αγωνιζόταν τώρα στην Πουρνιά (id.) |
    • προορισμός της Eκκλησίας δεν είναι πια να αγωνίζεται για το έθνος (Theotokas) |
    • poem... η ζωή κι αν είναι αγώνας, | αγωνίσου τον και θα πληρωθής (Palam)
  • ⓐ ~ υπέρ κάποιου ή κάποιας ιδέας I support, champion s.o. or an idea (syn υποστηρίζω)
  • ② take part in a contest, contend (syn αμιλλώμαι, διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι):
    • δεκάδες αθλητές αγωνίστηκαν |
    • ~ σε ταχύτητα I participate in the dash
  • ③ try hard, endeavor, strive, struggle (syn κάνω μεγάλες προσπάθειες, κοπιάζω, μοχθώ, παιδεύομαι, παλεύω):
    • αγωνίζεται να βρη δουλειά, θέση he tries hard to find a job, a position |
    • αγωνίστηκα για να πετύχω I strove for success |
    • ~ να κερδίσω τα προς το ζην or να βγάλω το ψωμί μου I endeavor to earn my living |
    • αγωνιέμαι ώσπου ν' ανεβώ τη σκάλα I struggle to climb the stairs |
    • ~ να υπερνικήσω τα εμπόδια I struggle to overcome the obstacles |
    • είναι... μισόξενοι και αγωνίζονται... να λανσάρουν τα δικά τους (Palam) |
    • δεν την έζησα τέτοια ζωή (i.e. μοσκοβολισμένη από τον αέρα του βουνού)· τώρ' ~ να τη ζήσω μέσα στους στίχους μου (id.) |
    • αγωνίζονται να περισώσουν ό,τι μπορούν (Vacalop) |
    • ο ανακριτής αγωνίζεται να διαλευκάνη το έγκλημα και να ανακαλύψη τον ένοχο (Papanoutsos) |
    • ο γνήσιος συγγραφέας... αγωνίζεται να φέρη στο φως... ένα πετραδάκι από την αλήθεια της ζωής (Theotokas) |
    • ο OHE αγωνιζόταν να σώση τα προσχήματα, την αξιοπρέπειά του (Terzakis) |
    • poem δεν έχουν άλλη τύχη όσα τραγούδια | τες χάρες σου αγωνίζονται να πουν (Markoras) |
    • απάνω απ' το ρυθμό το σαρκοφάγο | να υψωθούμε αγωνιόμαστε (Sikel) |
    • αγωνίσου· μόχτησε· αγωνίσου (id.)

[fr MG αγωνίζομαι (also -ίζω) ← K, AG ἀγωνίζομαι; the form -ιέμαι also MG; MG -ίζω 'strive']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες