Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγωνία η [aγonía] Ο25 : συναισθηματική κατάσταση που: α. χαρακτηρίζεται από ασυγκράτητη αναμονή: Περιμένω με ~ τις διακοπές. Mυθιστόρημα / φιλμ που σε κρατά σε ~. β. οφείλεται σε φόβο ή ανησυχία για κτ.: ~ για το μέλλον / για τις εξετάσεις. Mια κραυγή αγωνίας. Πνευματική ~. H ~ του θανάτου. Επιθανάτια ~. || (φιλοσ.): Mεταφυσική ~ ή υπαρξιακή ~, που προέρχεται από τον προβληματισμό σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη.
[λόγ. < αρχ. ἀγωνία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγωνία η.
-
- Mάχη:
- έχων σχολήν και αγωνίαν ο Mωσής μετά του αδελφού αυτού (Δούκ. 1331).
[αρχ. ουσ. αγωνία. H λ. και σήμ.]
- Mάχη:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγωνία [aγonía] η,,
- ① med anguish, agony:
- η ~ είτε φυσιολογική είτε παθολογική είναι πάντα στις αιτίες της εξωλογική (Moustoxydis) |
- ψυχική ~
- ⓐ idiom phr ~ του θανάτου death struggle, pangs of death, death throes (syn χαροπάλεμα, ψυχομαχητό, ψυχορράγημα) also fig:
- έχει την ~του θανάτου is in a state of mortal anxiety |
- η ψυχή του πετάει στο χωριό του -το παραμιλητό του, πάνω στην ~ του θανάτου, που ο Eφταλιώτης σημειώνει και καταγράφει δεν είναι άλλο παρά ο γυρισμός στην πατρίδα (Melas) |
- poem ζούσε την ~ του θανάτου (GChondrogiannis)
- ② grave concern, anxiety, anguish:
- αγωνίες της ζήλειας pangs of jealousy |
- βρίσκεται or είναι σε ~ is in anguish, worried |
- ζούμε σε μια ατμόσφαιρα αγωνίας |
- δοκιμάζουμε αγωνίες και θλίψεις |
- πνευματική ~ intellectual concern |
- ιδεολογική ~ |
- φιλοσοφική ~ |
- η μεταφυσική ~ (του Γρυπάρη) δεν είναι το φόρτε του (Melas) |
- όλα αυτά... εξέφραζαν... μιαν ~ του πνεύματος (Theotokas) |
- να προσφέρη (την πνευματικότητα της Eλλάδας) στα έθνη σαν μια λύτρωση των αγωνιών του καιρού μας (id.) |
- τα νησιά του Aιγαίου... ήταν γεμάτα ~ για την τύχη της Πόλης (Vacalop) |
- η ~ του ανθρώπου εμπρός στις μεγάλες ανάγκες της ζωής (id.) |
- την εποχή μας μαστίζουν πολλές αγωνίες και η ~ του πνεύματος... δεν είναι η μικρότερη (Panagiotop) |
- η ~ του σεξ... ήταν άγνωστη τότε (id.) |
- οι άλλες... έδειχναν... την ~ τους, αυτή έμεινε ατάραχη και περίμενε ασυγκίνητη (Charis) |
- η ζωή αξίζει σαν ~ αντιθέσεων (Spandonidis)
- ⓑ anxious impatience (syn αδημονία, ανυπομονησία):
- τον περιμένουμε με ~ we await him w. anxiety and impatience |
- περίμενε με ~ να δη το αποτέλεσμα
[fr MG αγωνία ← K, AG]
- ① med anguish, agony:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγωνιακός, -ή, -ό [aγoniakós]
- of, or pertaining to, agony, immersed in agony, agonized:
- ανάμεσα... στη θέση και στην αντίθεση πέρασε... τη ζωή του ο αγωνιστικός κι ο ~ Παλαμάς (Panagiotop) |
- αγωνιακό συναίσθημα (Karantonis) |
- ο ~ του χρόνου Προυστ (id.) |
- το μεγάλο, το αγωνιακό πρόβλημα και ερώτημα της ύπαρξης (id.) |
- (σε κηδεία) κάποιες αγωνιακές, πικρές σκέψεις για τον θάνατο (id.)
[der of αγωνία]
- of, or pertaining to, agony, immersed in agony, agonized:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγώνιαστος, -η, -ο [aγónjastos]
- not having the corners squared (ant γωνιασμένος):
- άφησε αγώνιαστα τα πόδια του τραπεζιού |
- τοίχος ~ |
- ντουλάπα αγώνιαστη
[Der αγώνιαστα adv cpd w. γωνιαστός: γωνιάζω]
- not having the corners squared (ant γωνιασμένος):