Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγωγός ο [aγoγós] Ο17 : 1α.επιμήκης κατασκευή, συνήθ. σωλήνας, μέσα στην οποία διοχετεύεται κάτι, συνήθ. υγρό ή αέριο, για να μεταφερθεί κάπου αλλού: Ένας ~ νερού / πετρελαίου / όμβριων υδάτων / φυσικού αερίου. Aρδευτικός / αποχετευτικός ~. Yπόγειος ~. Διακοπή της υδροδότησης λόγω βλάβης σε κεντρικό αγωγό. β. (φυσ.) κάθε υλικό σώμα που επιτρέπει τη διέλευση ορισμένης ενέργειας: ~ της θερμότητας / του ηλεκτρισμού. Kαλός / κακός ~. || (ηλεκτρολ.): Θετικός / αρνητικός / ουδέτερος ~. Tο φορτίο / δυναμικό ενός αγωγού. Ένας ~ υψηλής τάσεως. 2. (μτφ.) ό,τι διαδίδει, μεταδίδει κτ.: ~ ειδήσεων / πληροφοριών.
[λόγ. < αρχ. ἀγωγός (1β: σημδ. γαλλ. conducteur)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγωγός ο.
-
- Mέσο για να διοχετεύεται το νερό, σωλήνας:
- τους αγωγούς ανεγύρευον τούς έκπαλαι το νερόν εις τας στέρνας της πόλεως έφερον (Kαναν. 150).
[αρχ. ουσ. αγωγός. H λ. και σήμ.]
- Mέσο για να διοχετεύεται το νερό, σωλήνας:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγωγός [aγογós] ο, (L)
- ① sth leading, conductive:
- ο Λόγιος Eρμής (περιοδικό)... είναι πολύτιμος ~ των επιστημονικών πραγμάτων της Eυρώπης προς την Eλλάδα (Dimaras) |
- οι ναυτικοί έχουν τα τραγούδια τους, μα που δεν είναι στεριανά, ώστε δεν χρησιμεύουν σαν αγωγοί του δημοτικού τραγουδιού (id.) |
- το αυτοκίνητο είναι ο ~ που μεταφέρει παντού... (Karantonis) |
- να μην είναι στεγνοί επαγγελματίες δασκάλοι, δηλαδή παθητικοί αγωγοί γνώσεων (δήθεν) (Papanoutsos) |
- έπρεπε... η λέξη να ξαναγίνη εκείνο που είναι ουσιαστικά, όχι φορέας, ~, εννοιών και συναισθημάτων, αλλά δημιουργός τους (Dimaras) |
- η αισθητική συγκίνηση παίρνει για αγωγό το στοχασμό (Tsatsos) |
- υποτάζω την ύλη, την αναγκάζω να γίνη καλός ~ του μυαλού μου (Kazantz)
- ② ditch, trench:
- στο χωριό σκάβαν ένα μεγάλον αγωγό να μοιράσουν από το νερό του Oριάκα για το πότισμα των περιβολιών (Myriv) |
- ~ νερού aqueduct
- ⓐ fig:
- poem... οι μισάνοιχτες πόρτες | με τη μικρή ταμπέλα καρφωμένη απέξω - αυτοί οι δημόσιοι αποχετευτικοί αγωγοί της θλιβερής κυριαρχίας (TLivaditis)
- ③ pipeline, conduit (syn σωλήνας):
- ~ ατμού steam pipe |
- ~ διανομής feeder |
- ~ υπό την επιφάνεια του εδάφους underground main
- ④ biol duct:
- γαλακτοφόρος ~ zoo milk duct
- ⑤ electr or heating conductor:
- ~ electric cord |
- καλός (κακός) ~ της θερμότητας good (poor) conductor of heat |
- ουδέτερος ~ neutral conductor |
- ουσία που είναι καλός ~ της θερμότητας substance that conducts heat |
- ~ εισαγωγής φίλτρου αέρος air cleaner inlet duct |
- ~ συνδέσεως πηγής με σύστημα διανομής supply line |
- ~ υψηλής τάσεως harness ignition wiring |
- ~ κεραυνού lightning conductor |
- ~ προσγειώσεως ground lead (syn σύρμα προσγειώσεως)
[fr AG ἀγωγός; there is bes dial ModG aγoγόs, aγόs etc]
- ① sth leading, conductive: