Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγωγιαστής ο.
-
- Aυτός που νοικιάζει ζώο πληρώνοντας ενοίκιο, ενοικιαστής ζώου:
- (Aσσίζ. 2561).
[<αόρ. του αγωγιάζω + κατάλ. ‑τής. H λ. και σήμ. κυπρ.]
- Aυτός που νοικιάζει ζώο πληρώνοντας ενοίκιο, ενοικιαστής ζώου: