Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγωγιάτης ο [aγojátis] Ο10 θηλ. αγωγιάτισσα [aγojátisa] Ο27 : επαγγελματίας που κάνει μεταφορές με φορτηγό ζώο: ~ με μουλάρια / άλογα. ΠAΡ ΦΡ το αγώι* ξυπνάει τον αγωγιάτη.
[μσν. αγωγιάτης < αγώγ(ιον) -ιάτης· αγωγιάτ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγωγιάτης ο.
-
- Aυτός που νοικιάζει ζώο πληρώνοντας ενοίκιο, ενοικιαστής ζώου:
- (Bακτ. αρχιερ. 137).
[<ουσ. αγώγιον (I) + κατάλ. ‑άτης. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Aυτός που νοικιάζει ζώο πληρώνοντας ενοίκιο, ενοικιαστής ζώου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγωγιάτης [aγoyátis] ο, αγωγιάτισσα [aγoyátisa] η,
- carrier, carter, horse or mule driver carrying persons or things for hire:
- κάνει τον αγωγιάτη για να ζήση |
- ο ~ κουβαλάει πράματα |
- ~ με άλογο horse driver |
- ~ με μουλάρι muleteer (syn μουλαράς) |
- prov ο ~ να 'ν' καλά κι άλογα όσα θέλεις of a person of means who is not bound to one possibility of service |
- έφτασε το φριχτό χαμπέρι με τον αγωγιάτη από τα Γιάννινα (Vlachogiannis) |
- μπαίναν... στο Pέθεμνος κάνοντας ο ένας τον αγωγιάτη, ο άλλος το μεταπράτη (Prevelakis) |
- οι αγωγιάτες κεντούνε με το ραβδί τα πισινά των γαϊδουριών (KPolitis)
[fr LMG αγωγιάτης, der of αγώγιον w. suff -άτης]
- carrier, carter, horse or mule driver carrying persons or things for hire: