Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγωγιάζω· αόρ. εγωγίασα.
-
- 1) Δίνω κ. παίρνοντας ενοίκιο, μισθώνω (προκ. για ζώο):
- (Aσσίζ. 7513).
- 2) Παίρνω κ. πληρώνοντας ενοίκιο:
- Εάν … εκείνος οπού το αγωγιάσει το άλογον σύρνει το (αυτ. 7517).
[<ουσ. αγώγιον (I) κατά το ενοικιάζω. H λ. στο Du Cange (‑ειν)]
- 1) Δίνω κ. παίρνοντας ενοίκιο, μισθώνω (προκ. για ζώο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγωγιάζω [aγοyázo]
- hire, give or get for hire (a beast of burden or wagon):
- αγώγιασα το άλογό (κάρο) μου |
- μου αγωγιάζεις το κάρο σου γι' αύριο; |
- θ' αγωγιάσουμε δυο μουλάρια ν' ανεβούμε στο βουνό
[fr LMG αγωγιάζω, der of αγώγιον]
- hire, give or get for hire (a beast of burden or wagon):