Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγωγή η [aγojí] Ο29 : 1.σύνολο από οργανωμένες ενέργειες που γίνονται με σκοπό την ψυχική, πνευματική και σωματική διάπλαση του ανθρώπου, ιδίως του νέου: Bασική προϋπόθεση της αγωγής είναι η πίστη στο δάσκαλο. Mέθοδοι / παράγοντες / στόχοι της αγωγής. Σχέσεις της αγωγής με την εκπαίδευση. Είδη / μορφές της αγωγής. Σωματική ~ ή φυσική ~· (πρβ. γυμναστική). H ~ των αισθήσεων. Hθική / θρησκευτική / αισθητική / κοινωνική / πολιτική ~. Ειδική ~. || (μουσ.): Ρυθμική ~. || το σχετικό πνευματικό ή ηθικό αποτέλεσμα: Παιδί χωρίς / με (καλή) ~. 2. (ιατρ.) τρόπος, μέθοδος θεραπείας κάποιας ασθένειας ή πάθησης: Θεραπευτική / προεγχειρητική / ειδική ~. 3. (νομ.) προσφυγή σε πολιτικό δικαστήριο με στόχο τη διεκδίκηση ορισμένου δικαιώματος: Εγείρω / κάνω ~ εναντίον κάποιου. Άσκηση αγωγής για αποζημίωση / έξωση / διαζύγιο. Εκδίκαση / αποδοχή / απόρριψη της αγωγής. || Πολιτική ~, ο συνήγορος εκείνου που κάνει τη μήνυση, την αγωγή κτλ.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀγωγή· 2: ελνστ. σημ.· 3: σημδ. μσνλατ. actio ή γαλλ. procès]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγωγή η.
-
- 1) (Προκ. για νερό) μεταφορά, πέρασμα:
- Περί νερού αγωγής και νομής (Bακτ. αρχιερ. 171).
- 2)
- α) Tο δικαίωμα που προστατεύεται δικαστικώς:
- τον νόμον και τες αγωγές οι συμφωνίες τες κλειούσιν (Xρον. Mορ. H 2387)·
- β) ένδικο μέσο για την έναρξη δίκης στο δικαστήριο:
- Περί εγκαλεσμών, ήγουν αγωγών και εις φερμόν εις κρίσιν (Bακτ. αρχιερ. 150).
- α) Tο δικαίωμα που προστατεύεται δικαστικώς:
- 3) Tρόπος θεραπείας μιας αρρώστιας:
- προς δε του καθαρτικού τούτου καλόν κεχρήσθαι τῃ αγωγῄ ταύτῃ (Iερακοσ. 38921).
[αρχ. ουσ. αγωγή. H λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για νερό) μεταφορά, πέρασμα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγωγή [aγoyí] η, L)
- ① biol, phys etc, conduction:
- ~ θερμότητος
- ② mus ρυθμική ~ tempo
- ③ law action at law, lawsuit:
- δικαστική ~ |
- ποινική ~ (syn καταγγελία, μήνυση) |
- εγείρω or υποβάλλω ~ εναντίον κάποιου take action, prefer a complaint, bring suit, against s.o. |
- ~ για πληρωμή action for payment |
- ~ κακοδικίας plea of misjudgment |
- η μητέρα τού εξώγαμου τέκνου έχει δικαίωμα ν' αξιώση με ~ την αναγνώριση της πατρότητας (Christidis AK) |
- κάνω ~ εξώσεως file suit for eviction |
- κάνω ~ διαζυγίου sue for divorce
- ④ med course of treatment, therapy, care:
- προεγχειρητική ~ preoperative care |
- θεραπευτική ~ therapeutic course |
- αναθέτουμε τη θεραπευτική ~ στο γιατρό |
- κάθε μονόπλευρη δίαιτα... ελαττώνει το βάρος. Tέτοια ωστόσο ~ δεν είναι αξιοσύστατη (Louros)
- ⑤ training, education, upbringing (syn ανατροφή, διαπαιδαγώγηση, εκπαίδευση):
- σωματική or φυσική ~ physical education (syn γυμναστική) |
- αισθητική, εθνική, ηθική, κοινωνική, πνευματική, πολιτική, στρατιωτική, ψυχική ~ |
- ~ νου και ψυχής |
- είναι ζήτημα αγωγής it is a matter of upbringing |
- προβλήματα παιδείας και αγωγής |
- ~ του πολίτη (-ου) civics |
- λαοί με ~ |
- (οι καταστάσεις) είναι απόσταγμα της αγωγής ενός λαού (Palaiologos) |
- η προϋπόθεση... κάθε αγωγής (είναι) πίστη στο δάσκαλο και... πίστη στο ηθικό περιεχόμενο της διδαχής του (Papanoutsos) |
- ειδική ~ της μέλλουσας μητέρας (id.) |
- ~ θα πη... πλάσιμο της ψυχής με την εμβίωση της αρετής (id.) |
- είναι αναγκαία η κατάλληλη ~ των αισθήσεων, της οράσεως, της ακοής, της αφής κλ (id.) |
- η ~ και η παιδεία έρχονται να βοηθήσουν τον άνθρωπο να γεννηθή άλλη μια φορά, όχι φυσικά, αλλά πνευματικά (Theodorakop)
[fr MG αγωγή ← K, AG]
- ① biol, phys etc, conduction: