Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγχόνη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγχόνη η [aŋxóni] Ο30 : κατασκευή (σκοινί με θηλιά κτλ.) με την οποία γίνεται ο απαγχονισμός: Στήνεται η ~. Ο μελλοθάνατος στάθηκε παλικαρίσια μπροστά στην ~. Ο δι΄ αγχόνης θάνατος, θανάτωση με απαγχονισμό.

[λόγ. < αρχ. ἀγχόνη `κρέμασμα, θηλιά κρεμάλας΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγχόνη [aŋxóni] η,
  • ① rare means of strangling, noose (syn θηλιά):
    • κατεδικάσθη στον δι' αγχόνης θάνατο (L) he was condemned to death by hanging
  • ② gallows, gibbet (syn ικρίωμα L, κρεμάλα):
    • θα πεθάνη στην ~ |
    • jocular phr ~ και σύζυγος είναι μοιραία (Vrettakos) |
    • ο σταυρός... είναι γι' αυτούς... όργανο πάθους, γι' αυτό και δίδουν στην εκκλησία το σχήμα Tαυ, που είναι το σχήμα της αγχόνης (Papatsonis) |
    • (η λέξη άγχος)... θυμίζει την κατάσταση του ανθρώπου που βρίσκεται στην ~ (Panagiotop) |
    • poem πόσο η ψυχή μου θα σ' επόνει, | όταν σ' επρόσμενε η ~ κ' έκλαιαν οι Mούσες! (Karyotakis) |
    • την ~ μου έστησαν ψηλά | στην κορφή της δόξας σου, Oρισάβα (TPapas) |
    • δεν μπορώ | η ~ τα δέντρα μου εξουθένωσε | και τα μάτια μαυρίζουν (Elytis)

[fr K, AG ἀγχόνη, der of ἄγχω 'squeeze, strangle' as ἀκόνη, περόνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες