Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγχιστεία η [anxistía] Ο25 : (νομ.) συγγένεια / συγγενής εξ αγχιστείας, για κάθε συγγένεια που δημιουργείται με το γάμο· (πρβ. συγγένεια / συγγενής εξ αίματος).
[λόγ. < αρχ. ἀγχιστεία `στενή συγγένεια εξ αίματος΄ σημδ. λατ. affinitas]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγχιστεία [aŋ istía] η, (L)
- relationship by marriage, affinity (syn συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό):
- συγγένεια εξ αγχιστείας affinity (Lat affinitas) |
- συγγενής εξ αγχιστείας, e.g. είναι συγγενείς εξ αγχιστείας they are connected by marriage |
- ευθεία γραμμή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας (Christidis)
[fr AG ἀγχιστεία 'close (blood) kinship', der of ἀγχιστεύω]
- relationship by marriage, affinity (syn συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό):